THEPOWERGAME
Στο υψηλότερο σημείο της μετά την πανδημία, βρίσκεται πλέον η προσφορά καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, καθώς η αγορά έχει ανακάμψει πλήρως, τόσο σε επίπεδο ζήτησης, όσο και σε επίπεδο τιμών, ενθαρρύνοντας νέους επενδυτές και ιδιοκτήτες ακινήτων να τοποθετηθούν. Μάλιστα, η εξέλιξη αυτή έρχεται παρά τις πρόσφατες παρεμβάσεις φορολογικού χαρακτήρα, που θέσπισε η κυβέρνηση, προκειμένου να ρυθμίσει περισσότερο το καθεστώς λειτουργίας του κλάδου των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία σχετικής παγκόσμιας έρευνας της Lightinhouse, η προσφορά καταλυμάτων στο κέντρο της Αθήνας ανέρχεται πλέον σε 15.609, μια αύξηση κατά 21% από τα 12.906 ακίνητα, που ήταν ενεργά στις ψηφιακές πλατφόρμες πριν από έναν χρόνο. Πρόκειται για ένα σημαντικό μέγεθος, που μάλιστα είναι και το υψηλότερο διαχρονικά, έχοντας πλέον ξεπεράσει ακόμα και το υψηλό των σχεδόν 13.000 ακινήτων, που είχαν καταγραφεί το 2018, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή πολλών διαμερισμάτων στη μακροχρόνια μίσθωση.
Μάλιστα, πολλά εξ αυτών δεν επέστρεψαν ποτέ στη βραχυχρόνια μίσθωση, καθώς η σημαντική αύξηση των ενοικίων που έχει μεσολαβήσει από το 2020 μέχρι σήμερα, έχει αυξήσει την εισοδηματική τους απόδοση. Επιπλέον, αρκετά ακίνητα που αποσύρθηκαν από τη βραχυχρόνια μίσθωση, βρίσκονταν σε περιοχές μέτριας ζήτησης, δηλαδή δεν ήταν κοντά στα δημοφιλή τουριστικά αξιοθέατα. Έτσι, η απόδοσή τους ήταν ήδη σχετικά χαμηλή, ωθώντας τους ιδιοκτήτες τους να βρίσκονται σε διαδικασία αναθεώρησης της επιλογής τους, ακόμα και πριν από την εμφάνιση της υγειονομικής κρίσης. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η προσφορά καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης ήταν φθίνουσα, ήδη από το 2018, καθώς είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι ένα διαμέρισμα, π.χ. στα Πατήσια δεν είχε την ίδια απόδοση μ’ ένα διαμέρισμα στο Μετς, ή το Κουκάκι.
Η σημερινή αύξηση της προσφοράς οφείλεται σε μια σειρά από λόγους. Καταρχάς, η διαδικασία που προηγήθηκε, ήταν ένα είδος ξεκαθαρίσματος της αγοράς και ενίσχυσης του ρόλου των επαγγελματιών και των επενδυτών στον κλάδο, σε αντίθεση με τους μικρούς, ιδιώτες ιδιοκτήτες. Έτσι, μειώθηκε αρχικά η προσφορά, αυξήθηκαν τα κέρδη και τώρα γίνονται νέες επενδύσεις με έμφαση σε περιοχές που αποδείχθηκε ότι είναι πιο ανθεκτικές σε μια κρίση, όπως π.χ. το ιστορικό κέντρο, που εξακολουθεί να κυριαρχεί μεταξύ των επισκεπτών.
Ένας ακόμα σημαντικός λόγος που τροφοδοτεί την αύξηση της προσφοράς και στην Αθήνα (κάτι που δεν συνέβαινε π.χ. το 2022), έγκειται στην αύξηση των εσόδων. Με βάση τα στοιχεία της Lightinhouse, το 2023 ολοκληρώθηκε με αύξηση κατά 24%, με τη μέση τιμή/διανυκτέρευση να διαμορφώνεται σε πάνω από 110 ευρώ. Ασφαλώς, στις πιο δημοφιλείς περιοχές, το ύψος αυτό είναι πολύ υψηλότερο, ξεπερνώντας ακόμα και τα 200 ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, τα στοιχεία αυτά συνεχίζουν να τροφοδοτούν τις «φωνές» που κάνουν λόγο για ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών για τη μείωση του αριθμού των καταλυμάτων, ιδίως στις περιοχές, που πιέζονται και εμφανίζουν έλλειμμα διαθέσιμων κατοικιών προς ενοικίαση.
Σε πρόσφατη ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς, τονίζεται ότι σε πανελλαδικό επίπεδο, απορροφήθηκαν 170.000 κατοικίες μέσω της βραχυχρόνιας μίσθωσης, εξέλιξη που έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην έλλειψη προσφοράς στην αγορά. Ασφαλώς, επισημαίνεται και το γεγονός ότι στην πτώση της προσφοράς κατοικιών ευθύνεται και η κατάρρευση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Ειδικότερα, υπολογίζεται ότι κατά το διάστημα 2012-2022, προστέθηκαν μόλις 155.000 κατοικίες στο συνολικό απόθεμα της χώρας, έναντι 917.000 τη δεκαετία που προηγήθηκε (2001-2011). Το συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι τα δεδομένα αυτά έχουν οδηγήσει στη σημερινή απουσία 212.000 κατοικιών από την αγορά, κάτι που εξηγεί και τη μεγάλη αύξηση των τιμών πώλησης και ενοικίασης.