THEPOWERGAME
Πάνω από 120 δισ. ευρώ θα παραχωρήσουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες στους μετόχους μέσα στο επόμενο διάστημα, ύστερα από την τόνωση των περσινών οικονομικών αποτελεσμάτων τους, σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων. Ανάλυση της UBS καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι μεγαλύτερες εισηγμένες τράπεζες της Ευρώπης δρομολογούν την καταβολή μερισμάτων της τάξεως των 74 δισ. ευρώ και την επαναγορά μετοχών 47 δισ. ευρώ. Πρόκειται για μια αύξηση της τάξεως του 54% σε σχέση με τα πακέτα ανταμοιβής των μετόχων που είχαν δοθεί έναν χρόνο πριν. Είναι, επίσης, η μεγαλύτερη αύξηση που έχει καταγραφεί, τουλάχιστον από το 2007, σύμφωνα με στοιχεία του ελβετικού τραπεζικού ομίλου που αναφέρουν οι Financial Times.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα η ισπανική Santander ανακοίνωσε πως αυξάνει το μέρισμά της κατά 50% και προχωρεί στην επαναγορά μετοχών 1,5 δισ. ευρώ, αφού τα καθαρά κέρδη ανήλθαν πέρυσι στο ρεκόρ των 11 δισ. ευρώ. Ουσιαστικά, όπως υπογράμμισε η ίδια η τράπεζα, περίπου το 40% των κερδών προ φόρων θα επιστραφούν στους μετόχους. Στην Ιταλία, η UniCredit υποσχέθηκε 8,6 δισ. ευρώ στους μετόχους, δηλαδή ένα ποσό που απέχει μια ανάσα από τα 9,5 δισ. ευρώ που κατέγραψε σε καθαρά κέρδη. Στη Βρετανία η Barclays δεσμεύτηκε πως θα καταβάλει 10 δισ. στερλίνες στους μετόχους εντός της επόμενης τριετίας. Παράλληλα, η Standard Chartered δρομολογεί την επιστροφή περίπου 5 δισ. δολαρίων.
Παρά αυτήν τη θετική εξέλιξη για τους επενδυτές του τραπεζικού κλάδου στην Ευρώπη, επικρατεί μια επιφυλακτικότητα, καθώς είναι αβέβαιο εάν η επιστροφή αυτή κεφαλαίων είναι βιώσιμη σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Ναι μεν η απότομη αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τον Ιούλιο του 2022 έως τον Σεπτέμβριο του 2023 ενίσχυσε τα περιθώρια επιτοκίων των εμπορικών τραπεζών, αλλά αυτή η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη υπήρξε μια ακόμη ανατροπή σε μια αλληλουχία αναταραχών κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας.
Το ξέσπασμα της πανδημίας ανάγκασε την ΕΚΤ να παγώσει την καταβολή μερισμάτων και τις επαναγορές μετοχών, προκειμένου να διασφαλιστεί πως η υπερβάλλουσα ρευστότητα που παρείχε θα κατέληγε απευθείας στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και άρα στην απόκρουση του αποπληθωρισμού τότε. Παρατηρητές του κλάδου σημείωσαν πως αυτή η απόφαση της ΕΚΤ μείωσε το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας διετίας, όμως, ο κλάδος στην Ευρώπη έχει εισπράξει 100 δισ. ευρώ από τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια που εισπράττουν από τα δάνεια και τα επιτόκια που καταβάλλουν σε καταθέσεις, καθώς η αιφνίδια άνοδος του πληθωρισμού απαίτησε τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Από το τρέχον έτος, όμως, αναμένεται να ξεκινήσει ένας καθοδικός κύκλος στα επιτόκια της ΕΚΤ, οδηγώντας σταδιακά σε μείωση των επιτοκίων που χρεώνονται στις χορηγήσεις. Παρά το ευμετάβλητο περιβάλλον των προηγούμενων ετών, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν καταφέρει να κτίσουν μια ισχυρή κεφαλαιακή βάση χάρη στη στενή εποπτεία των αρχών.