THEPOWERGAME
Τη δεκαετία του 1980 ο Ronald Reagan και η Margaret Thatcher οικοδόμησαν έναν νέο συντηρητισμό γύρω από τις αγορές και την ελευθερία. Σήμερα ο Donald Trump, ο Viktor Orban και μια ετερόκλητη ομάδα δυτικών πολιτικών έχουν γκρεμίσει αυτήν την ορθοδοξία, κατασκευάζοντας στη θέση της έναν κρατικιστικό, «anti-woke» συντηρητισμό, που βάζει την εθνική κυριαρχία πάνω από το άτομο. Αυτοί οι εθνικοσυντηρητικοί αποτελούν όλο και περισσότερο μέρος ενός παγκόσμιου κινήματος με τα δικά του δίκτυα στοχαστών και ηγετών, που συνδέονται με μια κοινή ιδεολογία. Αισθάνονται ότι τώρα ο συντηρητισμός τούς ανήκει -και ίσως έχουν δίκιο.
Παρά το όνομά του, ο εθνικοσυντηρητισμός διαφέρει μακράν από τις ιδέες του Reagan και της Thatcher. Αντί να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στη μεγάλη κυβέρνηση, οι εθνικοσυντηρητικοί πιστεύουν ότι οι απλοί άνθρωποι πλήττονται από απρόσωπες παγκόσμιες δυνάμεις και ότι το κράτος είναι ο σωτήρας τους. Σε αντίθεση με τον Reagan και τη Thatcher, μισούν τη συγκέντρωση της κυριαρχίας σε πολυμερείς οργανισμούς, υποπτεύονται ότι οι ελεύθερες αγορές είναι στημένες από τις ελίτ και είναι εχθρικοί απέναντι στη μετανάστευση. Απεχθάνονται τον πλουραλισμό, ιδίως τον πολυπολιτισμικό. Οι εθνικοσυντηρητικοί έχουν εμμονή με τη διάλυση των θεσμών που θεωρούν ότι είναι μολυσμένοι από τη woke κουλτούρα (επαγρύπνηση εναντίον των φυλετικών διακρίσεων και προκαταλήψεων) και την παγκοσμιοποίηση.
Αντί να αγκαλιάζουν την πρόοδο, οι εθνικοσυντηρητικοί καταλαμβάνονται από την παρακμή. Ο William Buckley, ένας στοχαστής της παλιάς σχολής, είπε κάποτε: «Συντηρητικός είναι κάποιος που στέκεται απέναντι στην ιστορία και φωνάζει σταμάτα». Συγκριτικά, οι εθνικοσυντηρητικοί είναι επαναστάτες. Δεν βλέπουν τη Δύση ως τη λαμπρή πόλη στον λόφο, αλλά ως τη Ρώμη πριν από την πτώση -παρακμιακή, διεφθαρμένη και έτοιμη να καταρρεύσει εν μέσω μιας βαρβαρικής εισβολής. Δεν αρκούνται στο να αντιστέκονται στην πρόοδο, αλλά θέλουν να καταστρέψουν τον κλασικό φιλελευθερισμό.
Κάποιοι περιμένουν ότι όλα αυτά θα ξεχαστούν, υποστηρίζοντας ότι οι εθνικοσυντηρητικοί είναι πολύ ασυνάρτητοι για να αποτελέσουν απειλή. Η Giorgia Meloni, πρωθυπουργός της Ιταλίας, υποστηρίζει την Ουκρανία -ο κ. Orban έχει αδυναμία στη Ρωσία. Το πολωνικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PIS) είναι κατά των ομοφυλόφιλων -στη Γαλλία η Marine Le Pen είναι ανεκτική. Εκτός αυτού, η εμμονή με την εθνική κυριαρχία φέρνει τους ανθρώπους σε χειρότερη μοίρα, καθώς το εμπόριο καταρρέει, η οικονομική ανάπτυξη σταματά και τα πολιτικά δικαιώματα περιορίζονται. Οι ψηφοφόροι σίγουρα θα επέλεγαν να αποκαταστήσουν τον κόσμο που έφτιαξε ο φιλελευθερισμός.
Αυτή η άποψη είναι ασυγχώρητα εφησυχαστική. Ο εθνικοσυντηρητισμός είναι η πολιτική της καταγγελίας: αν οι πολιτικές οδηγήσουν σε άσχημα αποτελέσματα, οι ηγέτες του θα μεταθέσουν την ευθύνη στους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης και τους μετανάστες και θα ισχυριστούν ότι αυτό αποδεικνύει μόνο πόσα στραβά έχει ο κόσμος. Παρ’ όλες τις αντιφάσεις τους, οι εθνικοσυντηρητικοί κατάφεραν να ενωθούν γύρω από την εχθρότητά τους προς τους κοινούς εχθρούς, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών (ιδίως των μουσουλμάνων), των οπαδών της παγκοσμιοποίησης και όλων των υποτιθέμενων υποκινητών τους. Εννέα μήνες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, ο κ. Trump υπονομεύει ήδη το ΝΑΤΟ.
Οι εθνικοσυντηρητικοί αξίζουν επίσης να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη λόγω των εκλογικών τους προοπτικών. Ο κ. Trump προηγείται στις δημοσκοπήσεις στην Αμερική. Η ακροδεξιά αναμένεται να τα πάει καλά στις ευρωπαϊκές βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Στη Γερμανία τον Δεκέμβριο το άκρως δεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία σημείωσε ρεκόρ 23% στις δημοσκοπήσεις. Προβλέποντας μια χαμένη εκλογή για τον Rishi Sunak, οι Συντηρητικοί υποστηρικτές του Brexit και εχθροί της μετανάστευσης σχεδιάζουν να αναλάβουν το κόμμα.
Το 2027 η κ. Le Pen θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει πρόεδρος της Γαλλίας.
Και οι εθνικοσυντηρητικοί έχουν σημασία, γιατί όταν καταφέρουν να κερδίσουν αξιώματα όλα αλλάζουν. Βάζοντας στόχο να καταλάβουν τους κρατικούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, των πανεπιστημίων και του ανεξάρτητου Τύπου, εδραιώνουν τη νομή τους στην εξουσία. Αυτό έκανε το κόμμα Fidesz του κ. Orban στην Ουγγαρία. Στην Αμερική ο κ. Trump έχει μιλήσει ρητά για τα αυταρχικά του σχέδια. Οι άνθρωποι που εργάζονται γι’ αυτόν έχουν συντάξει έγγραφα πολιτικής που καθορίζουν ένα πρόγραμμα για την κατάληψη της ομοσπονδιακής γραφειοκρατίας. Όταν οι θεσμοί αποδυναμώνονται, μπορεί να είναι δύσκολο να αποκατασταθούν. Στην Πολωνία το PIS, πριν εκδιωχθεί στις εκλογές πέρυσι, είχε ακριβώς την ίδια ατζέντα. Ο κεντροδεξιός συνασπισμός που το νίκησε αγωνίζεται τώρα να διατηρήσει τον έλεγχο.
Πώς, λοιπόν, πρέπει να αντιμετωπίσουν οι συντηρητικοί παλαιού τύπου και οι κλασικοί φιλελεύθεροι τον εθνικοσυντηρητισμό; Μια απάντηση είναι να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τα εύλογα παράπονα των ανθρώπων. Οι πολίτες πολλών δυτικών χωρών βλέπουν την παράτυπη μετανάστευση ως πηγή αναταραχής και επιβάρυνσης των δημόσιων ταμείων. Ανησυχούν ότι τα παιδιά τους θα μεγαλώσουν και θα είναι φτωχότερα από τους ίδιους. Ανησυχούν μήπως χάσουν τις δουλειές τους λόγω της νέας τεχνολογίας. Πιστεύουν ότι θεσμοί όπως τα πανεπιστήμια και ο Τύπος έχουν καταληφθεί από εχθρικές, ανελεύθερες, αριστερές ελίτ. Βλέπουν τους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης που άκμασαν τις τελευταίες δεκαετίες ως μέλη μιας ιδιοτελούς, αλαζονικής κάστας, που τους αρέσει να πιστεύουν ότι ανέβηκαν στην κορυφή αξιοκρατικά, ενώ στην πραγματικότητα η επιτυχία τους ήταν κληρονομική.
Αυτά τα παράπονα έχουν την αξία τους και το να τα χλευάζουμε επιβεβαιώνει μόνο το πόσο εκτός επαφής έχουν γίνει οι ελίτ. Οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί παλαιού τύπου χρειάζονται πολιτικές για να τα αντιμετωπίσουν. Η νόμιμη μετανάστευση είναι ευκολότερη αν περιοριστεί η παράτυπη. Οι περιοριστικοί πολεοδομικοί κανόνες θέτουν τους νέους εκτός της αγοράς κατοικίας. Τα κλειστά καταστήματα πρέπει να διαλυθούν. Για να έχουν την πραγματικά ανοιχτή κοινωνία που ισχυρίζονται ότι θέλουν, οι φιλελεύθεροι πρέπει να πιέσουν ώστε τα ελίτ πνευματικά ιδρύματα -οι κορυφαίες επιχειρήσεις, οι εφημερίδες και τα πανεπιστήμια- να ενστερνιστούν τις αρχές του φιλελευθερισμού, αντί να υποκύπτουν στη λογοκρισία και την ομαδική σκέψη. Παρ’ όλο που η ανελεύθερη αριστερά και η ανελεύθερη δεξιά είναι θανάσιμοι εχθροί, οι έντονες διαμάχες τους σχετικά με την επαγρύπνηση εναντίον φυλετικών προκαταλήψεων και διακρίσεων (woke) αλληλοτροφοδοτούνται.
Για να μειωθεί ο εθνικοσυντηρητικός φόβος ότι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων απειλείται, οι φιλελεύθεροι πρέπει επίσης να διεκδικήσουν με αξιώσεις κάποιες από τις ιδέες των αντιπάλων τους. Αντί να υποδηλώνουν αρετές, θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι και η αριστερά μπορεί να είναι ανελεύθερη. Αν οι φιλελεύθεροι διστάζουν να υπερασπιστούν αρχές όπως η ελευθερία του λόγου και τα ατομικά δικαιώματα έναντι των υπερβολών της αριστεράς, θα υπονομεύσουν θανάσιμα την ικανότητά τους να τις υπερασπιστούν έναντι της δεξιάς. Αντί να παραχωρούν τη δύναμη των εθνικών μύθων και συμβόλων στους πολιτικούς καιροσκόπους, οι φιλελεύθεροι πρέπει να ξεπεράσουν την αμηχανία τους για τον πατριωτισμό, τη φυσική αγάπη για την πατρίδα.
Η μεγάλη δύναμη του φιλελευθερισμού είναι ότι είναι προσαρμόσιμος. Τα κινήματα της κατάργησης της δουλείας και του φεμινισμού διέλυσαν την ιδέα ότι κάποιοι άνθρωποι μετράνε περισσότερο από άλλους. Τα σοσιαλιστικά επιχειρήματα για τη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια βοήθησαν στη δημιουργία του κράτους πρόνοιας. Τα φιλελεύθερα επιχειρήματα για την ελευθερία και την αποτελεσματικότητα οδήγησαν σε πιο ελεύθερες αγορές και σε περιορισμό της κρατικής εξουσίας. Ο φιλελευθερισμός μπορεί να προσαρμοστεί και στον εθνικοσυντηρητισμό. Μέχρι στιγμής, έχει μείνει πίσω.
© 2024 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com