THEPOWERGAME
Τέσσερις συμβουλευτικές εταιρείες των ΗΠΑ βρίσκονται στο στόχαστρο του αμερικανικού Κογκρέσου για την αδυναμία τους να παράσχουν πληροφορίες πάνω στη συνεργασία τους με τη Σαουδική Αραβία καθώς διεξάγονται έρευνες για να εξακριβωθεί εάν το αραβικό κράτος προσπαθεί να ασκήσει ήπια ισχύ και να διευρύνει τη σφαίρα επιρροής του στις ΗΠΑ.
Όμως, οι επικεφαλής των McKinsey και Boston Consulting Group, Μπόμπ Στέρφελς και Ρίτσαρντ Λέσερ, κατέθεσαν αυτήν την εβδομάδα στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας πως οι υπάλληλοι τους στη Σαουδική Αραβία δεν μπορούν να παραδώσουν έγγραφα και πληροφορίες που αφορούν συναλλαγές με το Public Investment Fund της Σαουδικής Αραβίας εάν δεν λάβουν την έγκριση των αρχών του Ριάντ. Διαφορετικά το προσωπικό εκεί κινδυνεύει με φυλάκιση.
Εκτός των McKinsey και Boston Consulting Group, η Γερουσία των ΗΠΑ έχει καλέσει τις ανώτατες διοικήσεις των Teneo και Michael Klein να απολογηθούν βάσει του νόμου FARA (Foreign Administration Registration Act). Όλες οι εταιρείες διατηρούν τα κεντρικά γραφεία τους στις ΗΠΑ. Ήδη, όμως, η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας έχει αντιδράσει με την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων στα εγχώρια δικαστήρια, υποστηρίζοντας πως τα έγγραφα που ζητά το πάνελ της αμερικανικής Γερουσίας είναι εμπιστευτικά και ότι η γνωστοποίηση τους μπορεί να θίξει τα συμφέροντα της χώρας.
Βέβαια, το Ριάντ έχει δώσει το πράσινο φως για τη μεταβίβαση κάποιων πληροφοριών που, όμως, δεν θεωρούνται ουσιαστικές, σύμφωνα με επιστολή του προέδρου του πάνελ και μέλους του κόμματος των Δημοκρατών, Ρίτσαρντ Μπλούμενθαλ. Σκοπός του Public Investment Fund ή PIF, με ενεργητικό 700 δισ. δολαρίων, είναι να εμπλουτίσει το επενδυτικό προφίλ της Σαουδικής Αραβίας στο πλαίσιο του προγράμματος Vision 2030 για την μετασχηματισμό της οικονομίας, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του. Το PIF διαθέτει ένα πλούσιο χαρτοφυλάκιο με επενδύσεις σε όλον τον κόσμο και στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Meta, JPMorgan Chase, Starbucks, Microsoft, Activision Blizzard και Uber. Το 2021, το PIF εξαγόρασε την ποδοσφαιρική ομάδα της Βρετανίας, Newcastle United.
Με βάση τον νόμο FARA, ένας φορέας των ΗΠΑ θα πρέπει να δηλώσει ανοικτά στις αρχές της χώρας ότι λειτουργεί ως εκπρόσωπος ξένης κυβέρνησης. Ειδάλλως διαπράττεται ομοσπονδιακό αδίκημα καθώς θεωρείται πως ασκείται παράνομα επιρροή στην αμερικανική κυβέρνηση, όπως επισημαίνουν αναλυτές στη βρετανική εφημερίδα Guardian.
«Θέλουμε να προσδιορίσουμε τη δουλεία που έχουν κάνει και κάνουν οι εταιρείες αυτές που επιτρέπουν σε μια ξένη χώρα να χρησιμοποιεί εμπορικές συναλλαγές στις ΗΠΑ για να αυξήσει την επιρροή της στα εδάφη μας και να επαναπροσδιορίσει την αμαυρωμένη εικόνα της μετά την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων επί σειρά ετών», δήλωσε ο Μπλούμενθαλ.
Η καχυποψία της Δύσης στον απόηχο του Qatar Gate και των δοσοληψιών του Αμπράμοβιτς με τον Πούτιν
Οι κυβερνήσεις της Δύσης γίνονται όλο και πιο επιφυλακτικές ως προς την παρουσία των κρατικών επενδυτικών ταμείων από το εξωτερικό σε μια περίοδο που, ούτως ή άλλως, ο προστατευτισμός στο εμπόριο έχει συνδεθεί με τη θωράκιση εθνικών συμφερόντων. Το ξέσπασμα του σκανδάλου Κατάργκεϊτ έναν χρόνο πριν ήρθε να ενισχύσει τους φόβους για την παρείσφρηση χωρών που επιθυμούν να διευρύνουν την επιρροή τους ξένο έδαφος.
Βέβαια, το Κατάργκεϊτ αφορά τον απευθείας χρηματισμό ευρωβουλευτών από το Κατάρ και το Μαρόκο, με την υπόθεση να παραμένει σε εκκρεμότητα. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είχε κατηγορήσει το Καρτάρ πως επιδίωξε να διευρύνει τη σφαίρα επιρροής του στην Ευρώπη, δωροδοκώντας Ευρωβουλευτές.
Αλλά και λίγο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανακαλύφθηκε, επίσης, από τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ) και το BBC πως ο Ρώσος δισεκατομμυριούχος, Ρόμαν Αμπράμοβιτς, είχε δοσοληψίες με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, στο πλαίσιο μιας μυστικής συμφωνίας της τάξεως των 40 εκατ. δολαρίων.
Το καλοκαίρι του 2021, μάλιστα, συνήγορος του Αμπράμοβιτς στο Λονδίνο είχε κατηγορήσει για συκοφαντική δυσφήμιση τον εκδοτικό οίκο HarperCollins μετά την έκδοση του βιβλίου «Οι Άνθρωποι του Πούτιν» διότι αναφέρονταν πως ο Ρώσος πρόεδρος είχε υπαγορεύσει στον δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία να αγοράσει την ποδοσφαιρική ομάδα Chelsea για να αποκτήσει μια δίοδο επιρροής στη Δύση.