THEPOWERGAME
Στη Νορβηγία -και με τις ευλογίες του Γερμανού αντικαγκελάριου Ρόμπερτ Χάμπεκ– ετοιμάζεται το φιλόδοξο Longship Project, μέρος δικτύου συνολικού κόστους 2,6 δισ. ευρώ, για τη δέσμευση και αποθήκευση των βλαπτικών εκπομπών CO2 της ευρωπαϊκής βιομηχανίας (μία πρακτική γνωστή ως CSS), κάτω από τον βυθό της Βόρειας Θάλασσας.
Στο πλαίσιο του πρότζεκτ προβλέπεται να απομονώνεται ο αέριος ρύπος από τα βιομηχανικά κατάλοιπα της Ολλανδίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών, να μεταφέρεται σε υγροποιημένη μορφή στους τερματικούς σταθμούς. Όπως αυτός στην περιοχή της Μπλομόινα, που περιλαμβάνει 12 δεξαμενές ψηλές όσο ένα δεκαόροφο κτίριο και συνολικής χωρητικότητας 8.000 κυβικών μέτρων. Στη συνέχεια, μέσω αγωγών, θα διοχετεύεται για μόνιμη αποθήκευση σε δεξαμενές υπό τον θαλάσσιο βυθό, σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από τις ακτές και σε βάθος 2,6 χιλιομέτρων. Το σχέδιο είναι συγχρηματοδοτούμενο κατά 2/3 από την κυβέρνηση της Νορβηγίας, που επιδιώκει να στραφεί από τα ορυκτά καύσιμα στο μπλε υδρογόνο, αλλά και να γίνει λιμάνι (hub) για την αποθήκευση του αποβλήτου -αλλά και την επαναχρησιμοποίησή τους σε βιομηχανικές διαδικασίες (CCUS: δέσμευση, αποθήκευση και χρήση διοξειδίου του άνθρακα), όπως μεταδίδει το Reuters– που υπόσχεται να συμβάλει στην κατεύθυνση της βελτίωσης των ευρωπαϊκών στόχων για το κλίμα.
Είναι η λύση στο πρόβλημα των βιομηχανικών εκπομπών; Σύμφωνα με το Bloomberg, υπάρχουν πολλά «αν» στην εξίσωση (μεταξύ αυτών αν το αέριο του θερμοκηπίου μπορεί να απομονωθεί αποτελεσματικά στα βιομηχανικά φουγάρα, και να μεταφερθεί και αποθηκευτεί με ασφάλεια. Η Γερμανία πάντως, έδωσε ώθηση στο νορβηγικό πρότζεκτ, μετά και την επίσκεψη στις 6 Ιανουαρίου του αντικαγκελαρίου και υπουργού Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ -προερχόμενου επίσης από το κόμμα των Πρασίνων- στη μονάδα της πολυεθνικής χαλυβουργίας Heidelberg Materials (πρώην Heidelberg Cement) που βρίσκεται στο Μπρέβικ. Στην πρώτη φάση του πρότζεκτ, η γερμανική χαλυβουργία -καθώς και η Hafslund Oslo Celsio – θα είναι οι πρώτες που θα παραδώσουν τις εκπομπές της, μέσω του δικτύου του πρότζεκτ Longship, συνολικά περί τους 800.000 τόνους CO2 ετησίως από τα εργοστάσια τους ανατολικά του Όσλο, προς την Μπλομόινα.
Σύμφωνα με το Reuters, η χρηματοδότηση για την HeidelbergMaterials θα προέρχεται κατά 85% (400 εκατ. ευρώ) από το νορβηγικό κράτος προς την θυγατρική της εταιρείας, Norcem. «Κατά τη γνώμη μου, θα προτιμούσα να έχω το διοξείδιο του άνθρακα στη γη, παρά στην ατμόσφαιρα», δήλωσε ο Χάμπεκ.
Το πρότζεκτ ελέγχεται από τις εταιρείες Equinor, Shell, TotalEnergies, που διαμόρφωσαν την κοινοπραξία Northern Lights, και αποσκοπούν να συνδέσουν το νορβηγικό τέρμιναλ με μία σειρά βιομηχανιών στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, το πρώτο από τα τέσσερα πλοία μεταφοράς του υγροποιημένου Co2 θα ξεκινήσει το 2025. Ο νορβηγικός γίγαντας Equinor μεταφέρει διοξείδιο του άνθρακα στον βυθό της θάλασσας ήδη από το 1996, στο οικόπεδο Sleipner West. Το 2008, προστέθηκε μία δεύτερη θαλάσσια αποθήκη στο οικόπεδο Snohvit στη Θάλασσα του Μπάρεντς. Και τα δύο πρότζεκτ έχουν αντιμετωπίσει ζητήματα, όπως διακοπές στην προώθηση στο θαλάσσιο βυθό και δυσκολίες στην απομόνωση όλου του CO2. «Γνωρίζουμε ότι η τεχνολογία λειτουργεί, όμως θα πρέπει ακόμη να αναμένουμε προκλήσεις τον πρώτο χρόνο» αναφέρει ο Φίλιπ Ρίνγκροουζ, καθητηγής γεωλογίας στο Νορβηγικό πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας που είχε εργαστεί με την Equinor στα δύο προηγούμενα πρότζεκτ. Σύμφωνα με την Γκρέτε Τβέιτ, επικεφαλής λύσεων χαμηλού άνθρακα στην εταιρεία, «φανταστήκαμε και παλαιότερο το CCS σαν ένα δίκτυο, αλλά οι δυνατότητες μεταφοράς και αποθήκευσης δεν ήταν ακόμη διαθέσιμες». Στις αρχές του περασμένου έτους, η βρετανική INEOS Group Holdings και η γερμανική Wintershall Dea ήταν οι πρώτες που μετέφεραν διοξείδιο του άνθρακα εκτός συνόρων, από το Βέλγιο στη Δανία.
Οι βιομηχανίες που θα συμμετέχουν στο Longship Project
Εκτός από τη Heidelberg Materials και την Hafslund Oslo Celsio, για τη δεύτερη φάση του πρότζεκτ με την κοινοπραξία Northern Lights αυτή τη στιγμή έχουν υπογράψει συμβόλαια ο γίγαντας των λιπασμάτων Yara International και η δανέζικη εταιρεία αιολικής ενέργειας Orsted. Στη Γερμανία, περίπου 100 εταιρείες έχουν ζητήσει από τον γερμανικό διαχειριστή δικτύου OGE (Open Grid Europe) να της βάλει στη λίστα του δικτύου μεταφοράς του Co2. Η κοινοπραξία Northern Lights φέρεται να έχει ορίσει περί τις 90 τοποθεσίες για τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα, ενώ ένα διυλιστήριο υδρογόνου στη Φινλανδία, μία εταιρεία υδρογόνου και χημικών στην Αμβέρσα, μία χαλυβουργία στη Γαλλία και μία μονάδα βιομάζας με CCS στη Σουηδία έχουν ήδη λάβει χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό Ταμείο Καινοτομίας για την πραγματοποίηση μεγάλης κλίμακας δέσμευση Co2.
Το Bloomberg πάντως επισημαίνει ότι μέχρι στιγμής, το Longship Project έχει χωρητικότητα 5 εκατ. τόνους CO2, κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει σε λιγότερο από το 1% των εκπομπών της Γερμανίας, οι οποίες ανέρχονται σε 673 εκατ. όλων των αερίων του θερμοκηπίου ετησίως.
Τα 30 αντίστοιχα σχεδιαζόμενα πρότζεκτ παγκοσμίως και τα 21 υφιστάμενα
Σύμφωνα με το BloombergNEF, αυτή τη στιγμή υπάρχουν σχέδια για 30 μεγάλης κλίμακας hub δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα Co2 παγκοσμίως, τα περισσότερα συνδεδεμένα με βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων. Μεταξύ αυτών τo Porthos στην Ολλανδία, με σχεδιαζόμενη ημερομηνία έναρξης το 2026, το Coda Terminal στην Ισλανδία και το Ravenna από τις εταιρείες Eni και Snam στην Ιταλία, επίσης από το 2026 (με στόχο χωρητικότητες 2,5, 3 και 4 εκατ. τόνων), των οποίων προσφέρει αναλυτική περιγραφή η ιστοσελίδα του βιομηχανικού φορέα OGCI (Oil and Gas Climate Initiative), που έχει μέλη τις δώδεκα μεγαλύτερες εταιρείες άνθρακα του πλανήτη. Επίσης το Dunkirk D’ Artagnan στη Γαλλία και το Humber Zero στη Βρετανία από το 2027, με σχεδιαζόμενη χωρητικότητα 2 και 8 εκατ. τόνους αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας ΙΕΑ, η χρήση της τεχνολογίας ξεκίνησε και κυρίως συγκεντρώνεται στις ΗΠΑ, όπου βρίσκονται οι μισές από τις υπάρχουσες δομές αυτή τη στιγμή παγκοσμίως. Κάποιες από τις υποδομές αυτές είχαν δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1970 και του 1980, όταν οι μονάδες επεξεργασίας φυσικού αερίου στο Βαλ Βέρντε του Τέξας, δέσμευαν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και τις παρείχαν σε τοπικούς πετρελαιοπαραγωγούς για να «αναζωογονήσουν» την παραγωγή πετρελαίου, στα πλαίσια της λεγόμενης τεχνολογίας ανάκτησης στρωματοποιημένου πετρελαίου σε πετρελαιοπηγές (ΕΟR). Από τις 21 δομές CCUS (δέσμευση, αποθήκευση και χρήση διοξειδίου του άνθρακα) που καταγράφει ο ΙΕΑ και οι οποίες δεσμεύουν περί τους 40 μεγατόνους Co2 ετησίως, κάποιες -οι περισσότερες- στοχεύουν στην επαναχρησιμοποίηση (ΕΟR), ενώ άλλες στην καθαρή αποθήκευση (dedicated), όπως αναγράφονται και στον παρακάτω πίνακα:
Η στόχευση της ΕΕ
Αν και η Γερμανία θέλει να περιορίσει τη χρήση της τεχνολογίας στη χαλυβουργία, τα λιπάσματα και το τσιμέντο, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει την επέκτασή της. Σύμφωνα με πρόταση της Κομισιόν, ως και 450 εκατ. τόνοι CO2 πρέπει να δεσμευθούν ετησίως ως το 2050, αν θα ήθελε η ένωση να επιτύχει τους στόχους για μηδενικές εκπομπές μέχρι εκείνη την ημερομηνία, με 100 εκατ. τόνους από αυτούς να προέρχονται από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Βέβαια τα κόστη είναι τεράστια. «Η offshore αποθήκευση στη Βόρεια Θάλασσα είναι εγγενώς πιο ακριβή από την εγχώρια» αναφέρει ο Γενς Μπούρχαρντ της Boston Consulting Group στο Βερολίνο. «Οι προτάσεις που συζητιώνται αυτή τη στιγμή, ενέχουν τον κίνδυνο να κάνουν την τεχνολογία αυτή απαγορευτικά ακριβή».
Οι περιβαλλοντικές ενστάσεις
Οι ανησυχίες που εκφράζονται όμως έχουν και μία άλλη αφετηρία, την περιβαλλοντική. Έκθεση που δημοσιεύθηκε από το CIEL το 2021 με τον τίτλο «Αντιμετωπίζοντας τον Μύθο των Ορυκτών Καυσίμων Χωρίς Άνθρακα», κατέληξε στο συμπέρασμα πως εκτός από το ότι αυτές οι τεχνολογίες είναι «αναποτελεσματικές, μη οικονομικές και μη ασφαλείς», παρατείνουν επίσης τις επενδύσεις στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων (αφού οι εκπομπές τους θα μπορούν να αποθηκεύονται), αντί να σπρώξουν προς την κατεύθυνση της στροφής προς την ανανεώσιμη ενέργεια.
Επίσης, όπως επισήμανε ο Ευρωβουλευτής Κρις Ντέιβις, εισηγητής της κοινοβουλευτικής έκθεσης για τη δέσμευση και αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα του Ευρωκοινοβουλίου και μέλος της Ομάδας της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη, σημείωσε μεταξύ άλλων πως η συγκεκριμένη τεχνολογία είναι με τη σειρά της, εξαιρετικά ενεργοβόρα, με αποτέλεσμα ένα εργοστάσιο που τη χρησιμοποιεί να χρειάζεται 10-40% περισσότερη ενέργεια, με αποτέλεσμα την απώλεια ενεργειακής απόδοσης.