THEPOWERGAME
Στην αρχή μιας χρονιάς κατά την οποία θα αντιμετωπίσει την πρώτη της πραγματική δοκιμασία της κοινής γνώμης στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο, η Giorgia Meloni προσβλέπει σε λίγη χαρά από τα στοιχεία για την ανάπτυξη που θα ανακοινωθούν την επόμενη εβδομάδα. Είναι απίθανο να τη νιώσει. Ο τελευταίος υπολογισμός έδειξε ότι η οικονομία, τους 12 μήνες, από τον Οκτώβριο του 2022, τότε που ανέλαβε καθήκοντα η ακροδεξιά πρωθυπουργός της Ιταλίας, αναπτύχθηκε κατά μόλις 0,1%. Ο Nicola Nobile της Oxford Economics λέει ότι η τριμηνιαία ανάπτυξη τους τελευταίους τρεις μήνες του 2023 μπορεί να είναι ακόμα και αρνητική.
Μέχρι στιγμής δεν έχει αποδοθεί καμία ευθύνη στη κυβέρνηση της κας Meloni. Ούτε θα έπρεπε ακόμη. Η ανάκαμψη της οικονομίας, η οποία επλήγη σοβαρά από την πανδημία, ήταν βέβαιο ότι θα καθυστερούσε, ενώ αντιμετώπισε νέες αντιξοότητες, κυρίως από την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ωστόσο, η έλλειψη ανάπτυξης είναι το ένα από τα δύο σύννεφα σε έναν κατά τα άλλα σε μεγάλο βαθμό ανέφελο ουρανό. Το δεύτερο είναι η αύξηση της παράτυπης μετανάστευσης, την οποία ο δεξιός συνασπισμός της κας Meloni θέλει να περιορίσει. Ο αριθμός των αφίξεων από τη Μεσόγειο αυξήθηκε σε 157.652 πέρυσι, μια αύξηση 50% σε σχέση με το 2022 και το υψηλότερο ποσοστό από το 2016, το έτος αιχμής τους. Η κυβέρνηση ελπίζει να εκτρέψει ορισμένες βάρκες σε κέντρα κράτησης στην Αλβανία, αλλά το σχέδιο προσέκρουσε σε ένα νομικό κόλλημα που δεν έχει ακόμη επιλυθεί.
Κατά τα άλλα, η κ. Meloni «έχει όλο και περισσότερο τον έλεγχο των πραγμάτων», λέει ο Lorenzo Castellani, ο οποίος διδάσκει πολιτική στο πανεπιστήμιο Luiss της Ρώμης. Ο συνασπισμός της έχει μια άνετη πλειοψηφία και παραμένει ενωμένος, παρά τις διαμάχες. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δίνουν στο κόμμα Αδελφοί της Ιταλίας (FDI) της πρωθυπουργού σχεδόν 29%, έναντι μόλις 9% για τη Λέγκα του Βορρά υπό τον Matteo Salvini και 7% για τη Forza Italia, που στερείται του ιδρυτή της, Silvio Berlusconi, ο οποίος απεβίωσε τον περασμένο Ιούνιο. Οι προσπάθειες του κ. Salvini να ανακτήσει την υποστήριξη που έχασε από τους Αδελφούς με μια όλο και σκληρότερη στάση δεν έχουν δώσει μέχρι στιγμής στη Λέγκα καλύτερα ποσοστά. Η αντιπολίτευση είναι διχασμένη μεταξύ του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (PD) και του μικρότερου και λαϊκιστικού Κινήματος Πέντε Αστέρων. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Elly Schlein του Δημοκρατικού Κόμματος είναι η λιγότερο δημοφιλής από τους κύριους ηγέτες των κομμάτων της Ιταλίας.
Οι σχέσεις με τους συμμάχους της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ είναι καλές. Η Ιταλία υποστήριξε θερμά την Ουκρανία και απέστειλε όπλα, ενώ υπήρξε μάλλον πιο συγκρατημένη όσον αφορά την υποστήριξη στο Ισραήλ. Έχει επίσης κρατήσει τις Βρυξέλλες αρκετά ευχαριστημένες ώστε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συνεχίσει να παρέχει τακτικά δόσεις από τα 194 δισ. ευρώ (211 δισ. δολάρια) που έχουν διατεθεί στην Ιταλία από το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της Covid-19 – μακράν τα περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος. Βέβαια, άλλο η τραπεζική μεταφορά κονδυλίων και άλλο η απορρόφησή τους. Η ανησυχία σχετικά με την ικανότητα της Ιταλίας να εκταμιεύσει τα κονδύλια που της αναλογούν αυξάνεται. Μια έρευνα της Openpolis, μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης στη Ρώμη που προωθεί τη διαφάνεια, δείχνει ότι το 2023 μόνο 2,5 δισ. ευρώ δαπανήθηκαν πραγματικά.
Η αναμενόμενη τόνωση της οικονομίας όταν τα χρήματα τελικά φτάσουν στο στόχο τους είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο δεν έχει πωληθεί ιταλικό χρέος, παρά την αύξηση των επιτοκίων και το έλλειμμα που έχει διογκωθεί από το 2019. Ένας άλλος λόγος είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατέστησε σαφές τον Ιούνιο του 2022 ότι δεν θα ανεχόταν πολύ μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των ιταλικών επιτοκίων και των επιτοκίων της Γερμανίας, που αποτελούν το σημείο αναφοράς του μπλοκ. Βέβαια, η ΕΚΤ, όπως και η Επιτροπή, αναμένει συνεχείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε αντάλλαγμα για τη στήριξή της. Δεν είναι καθόλου σαφές αν η κυβέρνηση της κας Meloni είναι πρόθυμη να τις πραγματοποιήσει.
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την επιχειρηματικότητα – και για τις άμεσες ξένες επενδύσεις – είναι η καθυστέρηση που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στην επίλυση των διαφορών και την είσπραξη οφειλών. Η Marta Cartabia, υπουργός Δικαιοσύνης στην προηγούμενη κυβέρνηση του Mario Draghi, εισήγαγε διαδικαστικές αλλαγές και ένα πρόγραμμα ψηφιοποίησης, ενώ προσέλαβε περίπου 8.500 νέους δικηγόρους ως υπαλλήλους. Ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση μιας αστικής υπόθεσης μειώθηκε κατά σχεδόν 20%. Οι συσσωρευμένες εκκρεμότητες έχουν μειωθεί κατά περισσότερο από το ένα τρίτο.
Η σημερινή κυβέρνηση συνεχίζει στο δρόμο αυτών των αλλαγών, αλλά η δική της συμβολή στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και της απορρόφησης των κονδυλίων της ΕΕ είναι αμφιλεγόμενη. Ένα νομοσχέδιο που βρίσκεται ενώπιον του κοινοβουλίου θα καταργήσει το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας. Ένας από τους στόχους του είναι αξιέπαινος: να εξαλειφθεί η απροθυμία των αξιωματούχων να υπογράφουν έργα επειδή φοβούνται ότι κατά λάθος θα πέσουν θύματα του νόμου, αναθέτοντας, για παράδειγμα, μια σύμβαση σε μια εταιρεία που αργότερα αποδεικνύεται ότι είναι βιτρίνα της μαφίας. Όμως σε μια χώρα που μαστίζεται από το οργανωμένο έγκλημα, το νομοσχέδιο προκάλεσε κραυγές διαμαρτυρίας από δικηγόρους και μη κυβερνητικές οργανώσεις, αλλά και επικρίσεις από τις Βρυξέλλες.
Η απελευθέρωση της οικονομίας είναι επίσης προβληματική, που, βέβαια, δεν είναι κάτι καινούργιο. Κάθε συντηρητική ιταλική κυβέρνηση των τελευταίων 30 ετών δίσταζε να αψηφήσει τα κατεστημένα συμφέροντα που θα επηρεάζονταν από μια τέτοια απελευθέρωση. Η Λέγκα, ειδικότερα, πάλεψε με νύχια και με δόντια να προστατεύσει τις μικρές, συχνά οικογενειακές, επιχειρήσεις της Ιταλίας από τον ανταγωνισμό. Ωστόσο, στην περίπτωση της κυβέρνησης της κ. Meloni, υπάρχει ένα νέο στοιχείο: το ίδιο της το κόμμα εμπνέεται από μια οικονομική φιλοσοφία που είναι προστατευτική, εταιρική, κρατικιστική και επικριτική απέναντι στις ελεύθερες αγορές.
Οι υπουργοί έχουν επανειλημμένα παρέμβει ή προσπαθήσει να παρέμβουν στη λειτουργία των αγορών. Προσπάθησαν να περιορίσουν την αύξηση των τιμών σε ορισμένα αεροπορικά δρομολόγια και να επιβάλουν έκτακτο φόρο στα απροσδόκητα κέρδη των τραπεζών από τον πληθωρισμό. Σχεδιάζουν επίσης να στρεβλώσουν την εταιρική διακυβέρνηση με τρόπο που θα μειώσει την επιρροή των ξένων άμεσων επενδυτών. Δεν προβλέπονται ιδιωτικοποιήσεις, αν και η κ. Meloni επέμεινε στις 22 Ιανουαρίου ότι το υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσε να συγκεντρώσει 20 δισ. ευρώ εντός τριών ετών μέσω μερικών ιδιωτικοποιήσεων που δεν θα έθεταν σε κίνδυνο τον κρατικό έλεγχο. Επίσης, δεν έχει γίνει καμία σοβαρή κίνηση προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης της τεράστιας ακίνητης περιουσίας του κράτους. Όλα αυτά θέτουν το ερώτημα πώς η κυβέρνηση, η οποία ψήφισε έναν επεκτατικό προϋπολογισμό για το 2024, σκοπεύει να μειώσει – ή τουλάχιστον να περιορίσει – το ακαθάριστο απόθεμα χρέους της, το οποίο ανέρχεται περίπου στο 140% του ΑΕΠ. Αυτή την εβδομάδα ο ΟΟΣΑ προειδοποίησε ότι η Ιταλία θα πρέπει να μειώσει τις δαπάνες, να αυξήσει τους φόρους ή και τα δύο.
Από όλες τις χώρες της Ευρώπης, η Ιταλία είναι για πρώτη φορά μεταξύ εκείνων που προκαλούν τη μικρότερη ανησυχία. Ωστόσο, οι μεγαλύτερες προκλήσεις της κυβέρνησής της βρίσκονται κυρίως στο μέλλον. Αν θέλει να καθησυχάσει τους ψηφοφόρους της πρέπει να βρει τρόπο να περιορίσει την παράτυπη μετανάστευση, και, αν θέλει να κατευνάσει τις Βρυξέλλες, να δαπανήσει τα χρήματα της ανάκαμψης ταχύτερα. Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται μια στρατηγική για την ανάπτυξη που να υπερβαίνει το να ρίχνει απλώς χρήματα της ΕΕ στην οικονομία. «Αν δεν μπορέσουμε να αυξήσουμε τον ρυθμό ανάπτυξης», προειδοποιεί ο Francesco Giavazzi, οικονομικός σύμβουλος του κ. Draghi, «θα έχουμε πρόβλημα».
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com