THEPOWERGAME
Με περιθώρια επιτοκίου κάτω του 2% δανείζονται σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις, που αναλόγως του πιστοδοτικού τους προφίλ μπορεί να πετύχουν σημαντική συρρίκνωση στα spreads. Σε μια παράλληλη δράση, τράπεζες και επιχειρήσεις έχουν πετύχει να συγκρατήσουν εν μέρει την άνοδο του κόστους χρηματοδότησης που πυροδοτούν οι επί ενάμισι έτος αυξήσεις επιτοκίων, περιορίζοντας σταδιακά αλλά σταθερά τα περιθώρια των επιτοκίων. Μια κυρίαρχη τάση στην αγορά, που έχει αποτέλεσμα να σπάσει το φράγμα του 2% στα spreads, το οποίο ήταν στο 3% και στο 3,5% λίγους μήνες πριν -επίπεδο με το οποίο ακόμη μπορεί να δανείζονται επιχειρήσεις χωρίς «γνωστό ιστορικό» στις τράπεζες.
Αν τα περιθώρια (spreads) είχαν μείνει αμετάβλητα, σήμερα θα μιλούσαμε για επιτόκια… 7,5% ίσως και 8%, αν ληφθεί υπ’ όψιν το euribor τριμήνου, που προσεγγίζει το 4% (3,929% στις 24/1/24). Από νωρίς οι επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες και ανεξαρτήτως της παρουσίας ρευστότητας (αυτό ήταν ακόμη ένα ατού στη διαπραγμάτευση), πίεζαν τις τράπεζες να μειωθούν τα spreads, ως αντιστάθμισμα στις αυξήσεις επιτοκίων. Κάτι που και οι ίδιες οι τράπεζες, συχνά με δική τους πρωτοβουλία, έθεσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους επιχειρηματίες πελάτες τους, τόσο για τη συνέχιση της θετικής πιστωτικής επέκτασης όσο και στη λογική αποφυγής νέων επισφαλειών.
Το πόσο πιο κάτω από το 2% μπορεί να κατέβει ο πήχης για τη διαμόρφωση των περιθωρίων έχει σίγουρα σχέση με τις ανάγκες σε νέα κεφάλαια, αλλά και με το ποιόν της επιχείρησης. Όχι μόνο το μέγεθος, δεν είναι αυτός ο μόνος κρίσιμος παράγοντας, όσο η ποιότητα του ενεργητικού, η αξιολόγηση της επιχείρησης ως πελάτη από την τράπεζα στην οποία απευθύνεται για δανεισμό. Στην κατεύθυνση της ανατιμολόγησης, στην οποία οδηγεί η συρρίκνωση των περιθωρίων, έχει συμβάλει το credit profile στο οποίο έχουν προβεί οι τράπεζες, γνωρίζοντας πλέον την πελατεία τους -κάτι που, από την άλλη πλευρά, είναι το πρόβλημα των ατομικών επιχειρήσεων, που δεν τις πιάνουν τα «ραντάρ» των ratings.
Ο περιορισμός των spreads κατάφερε και διατήρησε ζωντανή τη ζήτηση στην επιχειρηματική πίστη, στο κομμάτι της αμιγώς τραπεζικής χρηματοδότησης, καθώς οι επιχειρήσεις μπορούν και αντλούν κεφάλαια τόσο από το Ταμείο Ανάκαμψης όσο και από τα στοχευμένα και συγκεκριμένα προγράμματα (τύπου ΕΣΠΑ). Η αλήθεια είναι ότι TAA και ΕΣΠΑ πυροδότησαν τους ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης στο corporate banking, με τις αιτήσεις για νέες πιστώσεις να βαίνουν αυξανόμενες (έως το τέλος του ’23).
Από την άλλη πλευρά, όπως συμβαίνει και στη στεγαστική πίστη, αρκετές επιχειρήσεις αυτοχρηματοδοτούνται, δηλαδή αντλούν από την περίσσεια ρευστότητας, όχι μόνο για να χρηματοδοτήσουν νέα projects, όσο για να αποπληρώσουν τακτές ή και πρόωρες λήξεις δανείων. Μια τάση που είναι κυρίως εμφανής στους πιο δυναμικά κερδοφόρους τομείς, όπως είναι η βιομηχανία τροφίμων, οι αλυσίδες super market, η ενέργεια, ο τουρισμός, τo real estate… Δεν είναι τυχαίο πόσο συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα από τραπεζικούς παράγοντες που ασχολούνται με την επιχειρηματική πίστη η υψηλή κερδοφορία επιχειρήσεων στον κλάδο τροφίμων. «Είναι τόσο πολλά τα αποθέματα ρευστότητας», αναφέρουν στο powergame.gr στελέχη με γνώση της αγοράς, «που αρκετές επιχειρήσεις διαπραγματεύονται πολύ σκληρά για να χαμηλώσουν τα spreads ακόμη περισσότερο. Έχουν… το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις και είναι επιχειρήσεις που τις κυνηγάνε οι τράπεζες να τις δανείσουν!». Προφανώς δεν είναι η πλειονότητα, δεν είναι όμως και αμελητέο ποσοστό, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές.