THEPOWERGAME
Μειώσεις επιτοκίων προεξοφλεί η αγορά, που ανεξαρτήτως του πόσο γρήγορα θα ξεκινήσουν, είναι θέμα της φετινής χρονιάς. Στο πλαίσιο αυτό, προλειαίνεται ήδη το έδαφος που θα υποδεχθεί το νέο επιτοκιακό περιβάλλον, με την απαρχή αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, πιθανότατα στο δεύτερο εξάμηνο.
Η προοπτική αυτή έχει ήδη ληφθεί υπ’ όψιν των businessplans των τραπεζών για τις επιμέρους δραστηριότητες και μάλιστα από το τελευταίο δίμηνο του ’23, ενώ, παράλληλα, ενεργοποιήθηκε από τον Ιανουάριο με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που προετοιμάζουν την έλευση του χαμηλότερου κόστους. Υπό το πρίσμα αυτό και ενώ μεγάλη κουβέντα γίνεται για τις κινήσεις hedging που θα αντισταθμίσουν τις απώλειες εσόδων από τόκους τραπεζικών εργασιών (κυρίως δανείων), μία αντίστοιχη κινητοποίηση τίθεται επί τάπητος για το επίπεδο των επιτοκίων στις καταθέσεις.
Αν και οι ελληνικές τράπεζες δεν φημίζονται για τις ελκυστικές αποδόσεις τους σε καταθέσεις προθεσμίας, σε αντίθεση με μια μέση ευρωπαϊκή τράπεζα, παρά ταύτα για μεγάλα ποσά και κυρίως για μεγάλες διάρκειες, έχουν φθάσει να δίνουν επιτόκια της τάξεως του 2% και οι μη συστημικές, ακόμη παραπάνω (2,40% είναι το πλαφόν σήμερα). Τα επιτόκια αυτά αφορούν κλειδωμένη ρευστότητα για χρονική διάρκεια σαφέστατα πάνω του έτους και προθεσμία που μπορεί να είναι 18 μηνών ή και 24, γεγονός που σημαίνει ότι για 2 χρόνια, το επιτόκιο είναι προσυμφωνημένο και σταθερό, π.χ. 2% ή και 2,20% ενδεικτικά και δεν αλλάζει, με καμία μεταβολή συνθηκών, ούτε από τις διακυμάνσεις στις αγορές χρήματος, ούτε από νέες αποφάσεις κεντρικών τραπεζών.
Εξ ου και από αυτή την οπτική, οι καταθέσεις αυτές εξακολουθούν να είναι ένα τελευταίο ασφαλές καταφύγιο μια υψηλής σχετικά απόδοσης, χωρίς κανένα ρίσκο και προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να σπεύσουν όσοι αποταμιευτές διαθέτουν ρευστότητα την οποία μπορούν να δεσμεύσουν για πάνω από έναν χρόνο. Από την άλλη πλευρά, η ελκυστικότητα των καταθέσεων αυτών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα έσοδα των τραπεζών, αν συνεχίζουν να πληρώνουν υψηλότερα σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Έχοντας αυτό κατά νου, τα επιτελεία των οικονομικών διευθύνσεων σπεύδουν να περιορίσουν το κόστος που τους δεσμεύει για ενάμιση ή δύο χρόνια, αρχίζοντας σταδιακά και μεμονωμένα ανά προϊόν, να χαμηλώνουν τον πήχη της απόδοσης σε προθεσμιακές 18 ή 24 μηνών.
Οι πρώτες ενδείξεις φάνηκαν ήδη σε αντίστοιχους καταθετικούς λογαριασμούς, όπου αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο, έσπασε το φράγμα του 2,30% ή ακόμη και του 2% στις ετήσιες αποδόσεις ορισμένων προγραμμάτων. Οι νέοι καταθέτες που θα κλειδώσουν ρευστότητα για τις περιόδους των 18 ή των 15 μηνών – ενδεικτικό παράδειγμα μεγάλης συστημικής τράπεζας – θα προχωρήσουν σε συμφωνία για ετήσια απόδοση 2% ή 1,90%, «κουρεμένη» κατά 0,30 ή 0,10 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου επιτοκιακού περιβάλλοντος.
Είναι προφανές ότι από τη νέα ανατιμολόγηση καμία τράπεζα δεν θα θέσει εαυτόν εκτός των νέων συνθηκών, αν και το σε ποιες περιόδους και για ποια ποσά θα ισχύσουν τα νέα, χαμηλότερα επιτόκια, εξαρτάται από την πολιτική – και τις ανάγκες προφανώς- του κάθε ομίλου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι πολυαναμενόμενες και επερχόμενες μειώσεις επιτοκίων που τόσο πολύ προσμένει η αγορά για την τόνωση της ζήτησης και την πραγματοποίηση αποφάσεων που ανέβαλλε το υψηλό κόστος δανεισμού (όπως ένα στεγαστικό δάνειο), θα έχουν αντίκτυπο και στις αποδόσεις καταθετικών επιλογών.