THEPOWERGAME
«Χορό δισεκατομμυρίων ευρώ» στις διεθνείς χρηματαγορές αναμένεται να προκαλέσουν φέτος οι ελληνικές τράπεζες, προσελκύοντας ένα ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον, καθώς προχωρούν σε διάφορες εκδόσεις κεφαλαίου MREL. Το συνολικό budget για το έτος υπολογίζεται σε 3 δισ. ευρώ, το οποίο εύκολα μπορεί να φθάσει το επίπεδο των 4 δισ. ευρώ, αν η συγκυρία επιτρέψει εκδόσεις με ευνοϊκή τιμολόγηση, σενάριο που υπερθεματίζει η προοπτική μείωσης επιτοκίων από τα μέσα του έτους.
Έχοντας ήδη καλύψει μεγάλο τμήμα της απόστασης έως τις αρχές του Ιανουαρίου 2026, που λήγει η υποχρέωση των ελληνικών τραπεζών να δεσμεύουν συγκεκριμένα ποσοστά εποπτικών κεφαλαίων διά «παν ενδεχόμενο» (κανόνες Ελάχιστων Απαιτήσεων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων που ορίζει ανά τραπεζικό όμιλο η ίδια η SRB- Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης), δεν υπάρχει βιασύνη για μη προγραμματισμένες κινήσεις. Αντιθέτως, το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό οι τράπεζες της χώρας έχουν ήδη καλύψει τους ενδιάμεσους στόχους MREL παρέχει ευχέρεια για χειρισμούς με άνεση, και ως προς τον χρόνο έκδοσης και ως προς το ύψος αυτών.
Η πρεμιέρα που επιφύλαξε η Τράπεζα Πειραιώς για τη νέα χρονιά απέδειξε ακριβώς αυτό το σκεπτικό, καθώς ήδη ο δείκτης κάλυψης των υποχρεώσεών της σε υψηλής ποιότητας κεφάλαια ανέρχεται, μετά την έκδοση Tier II, σε 23,4%, πλησιάζοντας αρκετά τον τελικό δείκτη που της έχει ορίσει η SRB για τον Ιανουάριο του 2026 (27,9%).
Την όρεξη των επενδυτών για τοποθετήσεις σε premium ομόλογα και άλλους τίτλους ελληνικών τραπεζών -παράλληλα με ένα αντίστοιχο αυξανόμενο ενδιαφέρον για μετοχές τραπεζών που κατά κοινή ομολογία μεγάλων investment houses είναι υποτιμημένες- θα τροφοδοτήσουν οι επιμέρους, σπονδυλωτές και διαδοχικές εκδόσεις τις οποίες σχεδιάζουν οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι. Με βάση τα νέα business plans, οι επιλογές είναι πολλές, από Tier I, Tier II, AT1, senior preferred ή non preferred notes… ό,τι βγαίνει προς πώληση από τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο γίνεται αυτομάτως αποδεκτό από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, η οποία εκδηλώνει τόσο μεγάλο αγοραστικό ενδιαφέρον ώστε να σημειώνονται αλλεπάλληλες υπερκαλύψεις ποσών (τελευταίο παράδειγμα το δεκαετές ομόλογο της Πειραιώς, που ζητούσε 500 εκατ. ευρώ και η ζήτηση ήταν υπερτριπλάσια).
Αυτός είναι και ο λόγος -η πλεονάζουσα ζήτηση- που οι εκδότριες τράπεζες κλειδώνουν πολύ καλύτερο κουπόνι, με επιτόκιο χαμηλότερο των αρχικών όρων (το Tier II της Τράπεζας Πειραιώς έκλεισε με επιτόκιο 7,35% αντί αρχικού 7,75%) . Την προοπτική αυτήν, άλλωστε, αναμένεται να εκμεταλλευθούν φέτος, εξαργυρώνοντας την αναβάθμιση της χώρας από μια σειρά οίκων σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας, την προεξόφληση ενός ακόμη investment grade , αυτήν τη φορά από τη Moody’s, αλλά και τις ήδη θετικές εκθέσεις ξένων οίκων, που αναβαθμίζουν τις τιμές-στόχους των ελληνικών τραπεζών, καθρεπτίζοντας τις ισχυρές προοπτικές τους. Σταδιακά η μία μετά την άλλη θα παίρνουν τη σκυτάλη να εκδίδουν κεφάλαια τύπου MREL με μια «κρυφή» ανταγωνιστική διάθεση, να πετυχαίνει η κάθε τράπεζα καλύτερους όρους τιμολόγησης. Σε συνεννόηση με τους συμβούλους που θα τρέχουν την έκδοση, οι τραπεζικοί όμιλοι στοχεύουν στο κατά το δυνατόν καλύτερο παράθυρο ευκαιρίας, για να πουλήσουν νέες εκδόσεις ομολόγων, της τάξεως των 400-550 εκατ. ευρώ τη φορά, καθώς είναι πιο εύκολο και συνετό να διαχειρισθούν τον κίνδυνο του κόστους σε σπονδυλωτές εκδόσεις.
Βεβαίως, τον πήχη του πλαφόν και τη συχνότητα των εκδόσεων θα την επηρεάσει η απαρχή ενός καθοδικού κύκλου στα ευρωπαϊκά επιτόκια, κάτι που οι αγορές θα ήθελαν χρονικά να δουν τους πρώτους μήνες του έτους, αλλά οι κεντρικές τράπεζες και εν προκειμένω η ΕΚΤ βλέπει από τον Ιούνιο και μετά, με στενή παρακολούθηση της πορείας του πληθωρισμού. Σε μια ιδανική συγκυρία, δεν αποκλείεται να δει η αγορά και πολύ μεγαλύτερη έκδοση.
Οι συνθήκες, λοιπόν, ορίζουν το χρονοδιάγραμμα του πλάνου MREL για το 2024, εξασφαλίζοντας για το τραπεζικό σύστημα όχι μόνο επάρκεια υψηλής ποιότητας κεφαλαιακών αποθεμάτων (τα γνωστά «μαξιλάρια ασφαλείας» ή αλλιώς “buffets”), αλλά και επιπλέον ρευστότητα, για ενίσχυση της χρηματοδότησης αλλά και την αύξηση της καθαρής πιστωτικής επέκτασης, η οποία για φέτος παραμένει ένα δυνατό στοίχημα.