THEPOWERGAME
O Δημήτρης Καραντζάς αγαπά τον Τσέχωφ και με τον «Γλάρο» που ανεβαίνει στο θέατρο Προσκήνιο σε δική του σκηνοθεσία αποδεικνύει ότι μπορεί να τον μεταφέρει όχι απλώς στο σήμερα αλλά στο άχρονο τοπίο όπου και ανήκει.
Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης έχει ήδη παρουσιάσει τις «Τρεις Αδερφές» και τον «Θείο Βάνια» αλλά με τον «Γλάρο» μοιάζει να τον συνδέει μια ιδιότυπη σχέση.
Το έργο του Ρώσου συγγραφέα, γραμμένο το 1895, δεν είχε στο πρώτο του ανέβασμα την υποδοχή που ο ίδιος φανταζόταν. Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια και να ανέβει από το «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, σε σκηνοθεσία Κ. Στανισλάφσκι για να χαρακτηριστεί αριστούργημα και να ξεκινήσει την πορεία του στην ιστορία. Στην Ελλάδα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ηλύσια» το 1906 και πρωτοπαρουσιάστηκε από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, το 1932.
Στον «Γλάρο» για πρώτη φορά ο Τσέχωφ αναζητά ένα πρωτόγνωρο θεατρικό είδος ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία. Αντί για δύο ή τρία κεντρικά πρόσωπα στο έργο πρωταγωνιστεί μια ομάδα προσώπων, που σαν μια μικρή κοινωνία, αλληλοεπιδρούν και συμπληρώνουν το ψηφιδωτό του Τσέχωφ.
Αυτό που ο Δημήτρης Καραντζάς πετυχαίνει στον «Γλάρο» είναι να αναδείξει με τον καλύτερο τρόπο τη βασική πτυχή του έργου που είναι η μορφή της θεατρικής τέχνης. Με ποιο τρόπο πρέπει να παίζονται τα θεατρικά έργα, πόσο αποστειρωμένοι είναι οι ήρωες στη σκηνή, πόσο ουσιαστικό και ενδιαφέρον είναι να βλέπουμε απλώς την καθημερινότητά τους.
Όλη αυτή η αναζήτηση παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τον ρόλο του Τρέπλιεφ, του γιου της καταξιωμένης ηθοποιού Αρκάντινα, ο οποίος στη σκιά της μητέρας του ψάχνει νέους τρόπους έκφρασης στη συγγραφή και το θέατρο. Ο υπέροχος Αινείας Τσαμάτης αεικίνητος πάνω και κάτω από τη σκηνή, τρέχει, τσαλακώνεται, εκρήγνυται και προσπαθεί να σταθεί απέναντι τόσο στη μητέρα του όσο και στον σύντροφό της πετυχημένης συγγραφέα Τιγκόριν που υποδύεται ο Μανόλης Μαυροματάκης.
Σε μια σκηνή χωρίς ουσιαστικά σκηνικά στο πρώτο μέρος τοποθετείται όλη η πρωτόγνωρη για την εποχή ιδέα του Τρέπλιεφ για την τέχνη, ενώ στο δεύτερο μέρος οι ρόλοι μπλέκονται και οι ιστορίες εξελίσσονται με έναν πιο «παραδοσιακά» σκηνικό τρόπο.
Πριν το τραγικό φινάλε οι ήρωες του Καραντζά συναντιούνται ξανά αλλαγμένοι αλλά όχι άλλοι. Η παράσταση τελειώνει χωρίς τις απαιτούμενες απαντήσεις, αλλά με πολλά ερωτηματικά. Τόσο για το θέατρο και τον τρόπο που παρουσιάζεται, ζητήματα που ούτως ή άλλως θέτει ο Τσέχωφ, αλλά και για τον τρόπο που σήμερα μπορεί ένα τέτοιο έργο να ανέβει στη σκηνή και να είναι για τον θεατή το ίδιο γοητευτικό έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του.