THEPOWERGAME
Κάθε ευρωπαϊκή χώρα που σέβεται τον εαυτό της χρειάζεται ένα δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα.
Έτσι, αφότου η Σλοβενία αποσπάστηκε από τη Γιουγκοσλαβία το 1991, έδωσε εντολή στη Σλοβενική Ραδιοφωνία -Τηλεόραση της (RTV SLO) να λειτουργεί ανεξάρτητα, σε αντίθεση με την κρατική προπαγάνδα που περνιόταν για ειδήσεις υπό το κομμουνιστικό καθεστώς.
Πράγματι, η RTV SLO αποδείχθηκε πολύ ανεξάρτητη για τον σημερινό πρωθυπουργό της Σλοβενίας, Janez Jansa.
Εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, εκφοβίζει τους δημοσιογράφους του δικτύου στα κοινωνικά μέσα.
Το στενό τους περιβάλλον εξαιτίας αυτής του της στάσης άρχισε να αποκαλεί στον κ. Jansa, «Marshal Twito», κλείνοντας το μάτι στον Josip Tito, τον μακρόχρονο δικτάτορα της Γιουγκοσλαβίας.
Η κυβέρνησή του αρνείται να πληρώσει τον προϋπολογισμό της RTV SLO και θέλει να περάσει ένα νέο νομοσχέδιο για τα μέσα ενημέρωσης που θα καταστήσει τον έλεγχό της ευκολότερο.
Ο εθνικός δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός ειδησεογραφικός οργανισμός της Ολλανδίας, ο NOS, έχει επίσης τις ρίζες του σε μια αντίδραση ενάντια στην αυταρχική προπαγάνδα των ναζιστικών κατακτητών κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Ο NOS διαθέτει ανεξάρτητο διοικητικό συμβούλιο και εγγυημένο πολυετή προϋπολογισμό.
Πρόσφατα όμως, οι ολλανδικοί δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς βίωσαν επίσης εκφοβισμό. Δημοσιογράφοι του δέχτηκαν επιθέσεις κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών και των ανακοινώσεων των μέτρων για την covid-19.
Τον Οκτώβριο, ο NOS αφαίρεσε το λογότυπό του από τα φορτηγά που χρησιμοποιεί για τις δορυφορικές του συνδέσεις, καθώς είχαν επανειλημμένως δεχθεί παρενοχλήσεις όταν κυκλοφορούσα
Τα προβλήματα στη Σλοβενία και την Ολλανδία είναι αντιπροσωπευτικά των όσων αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Σε ορισμένες χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, οι ανελεύθερες κυβερνήσεις τους μετατρέπουν σε φερέφωνα του κυβερνώντος κόμματος.
Σε άλλες, όπως η Γερμανία και η Σουηδία, τα λαϊκιστικά κινήματα τους κατηγορούν για προκατάληψη υπέρ του κατεστημένου και της αριστεράς.
Βασισμένα στο μοντέλο του BBC της Βρετανίας (που αντιμετωπίζει τις δικές του πολιτικές πιέσεις), τα δημόσια μέσα ενημέρωσης της Ευρώπης δημιουργήθηκαν για να στηρίξουν τη δημοκρατία παρέχοντας στους πολίτες αντικειμενικές πληροφορίες.
Όμως σε μια εποχή πόλωσης και παραπληροφόρησης, αυτό γίνεται όλο και δυσκολότερο.
Η πρόσφατη ανατροπή στην ανεξαρτησία των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων ξεκίνησε στη Ρωσία μετά την έλευση του Vladimir Putin το 1999.
Έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι ατζέντες των ρωσικών ειδησεογραφικών εκπομπών άρχισαν να διαμορφώνονται σε συναντήσεις υπό την ηγεσία της κυβέρνησης.
Όταν ο Viktor Orban κέρδισε την εξουσία στην Ουγγαρία το 2010, προσάρμοσε το σχέδιο του κ. Putin, μετατρέποντας τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό ΜΤΒΑ σε όργανο προπαγάνδας.
Εξοργιστικά, ο φορέας αναδιαρθρώθηκε σε μια εταιρεία κέλυφος με τρόπο που τον απαλλάσσει από το νόμο που διέπει τα δημόσια μέσα ενημέρωσης.
Κατά τη διάρκεια των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2019, καταγράφηκαν συντάκτες του ΜΤΒΑ να δίνουν οδηγίες σε δημοσιογράφους για το πως να ευνοήσουν το Fidesz, το κόμμα του κ. Orban.
Το κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PIS) της Πολωνίας ακολούθησε το παράδειγμα του κ. Orban όταν κατέλαβε την εξουσία το 2015.
Γρήγορα μετέτρεψε το TVP, το δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο, σε φερέφωνο του. Το δίκτυο πρωτοστάτησε σε εκστρατείες ενάντια στα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και δαιμονοποίησε τον δήμαρχο του Γκντανσκ που ανήκε στην αντιπολίτευση.
Όταν δολοφονήθηκε από έναν εξτρεμιστή το 2019, ένα δικαστήριο ζήτησε από το TVP να πληρώσει αποζημίωση, αλλά δεν συμμορφώθηκε.
Εάν στην Ανατολική Ευρώπη η πίεση στα δημόσια μέσα ενημέρωσης προέρχεται από την κυβέρνηση, στη Δυτική προέρχεται από τη λαϊκιστική αντιπολίτευση.
Κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης στη Γερμανία το 2016, οι διαδηλωτές κατά των μεταναστών άρχισαν να επιτίθενται εναντίον των μεγάλων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, το ZDF και την ARD, αποκαλώντας τα Lügenpresse («ψευδόμενο Τύπο»), μια προσβλητική έκφραση της ναζιστικής εποχής.
Αυτή η ανοιχτή εχθρότητα έχει μειωθεί, λέει ο Peter Frey, αρχισυντάκτης του ZDF, και οι δημοσιογράφοι δεν ανησυχούν πλέον για την ασφάλειά τους στις διαδηλώσεις.
Αλλά η αίσθηση ότι τα δημόσια μέσα ενημέρωσης είναι προκατειλημμένα προς την αριστερά έχει ριζωθεί σε συντηρητικές περιοχές, ειδικά στην πρώην κομμουνιστική Ανατολή.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος μπορεί να είναι τα οικονομικά των ραδιοτηλεοπτικών φορέων.
Το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του ZDF και της ARD προέρχεται από έναν ειδικό φόρο που πρέπει να αναθεωρείται κάθε τέσσερα χρόνια και για να συμβεί αυτό πρέπει να προσυπογράψουν όλα τα κρατίδια της Γερμανίας.
Η πρόσφατα προτεινόμενη αύξηση εμποδίστηκε από το ανατολικό κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ.
Οι εκεί επικριτές παραπονέθηκαν ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς εστιάζουν υπερβολικά στις μεγάλες πόλεις και σε θέματα όπως τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και το φύλο που απευθύνονται σε μορφωμένους αστούς.
Τα λαϊκιστικά κόμματα στη Σουηδία και την Ολλανδία θέλουν επίσης να μειώσουν τον προϋπολογισμό των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων τους.
Οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς προσπάθησαν να κερδίσουν την εύνοια των επικριτών τους.
Στη Γερμανία, το ZDF αναγνώρισε την αποτυχία του να καλύψει τις αγροτικές περιοχές και τα ανατολικά.
Τα τελευταία τρία χρόνια μεταδίδει περιοδικές συζητήσεις δημοτικών συμβουλίων μικρότερων πόλεων απ’ όλη τη χώρα.
Το ολλανδικό σύστημα διαθέτει μια ενσωματωμένη βαλβίδα ασφαλείας: όποιος μπορεί να εγγράψει 50.000 συνδρομητές που πληρώνουν, αποκτά το δικαίωμα να έχει δικό του δημόσιο τηλεοπτικό σταθμό, με προβλεπόμενες χρονοθυρίδες στα εθνικά κανάλια.
Από το 2009 έχουν δημιουργηθεί τρεις σταθμοί με ατζέντες που κλίνουν προς τα δεξιά. Αλλά αυτό δεν έχει ηρεμήσει τα πράγματα: ο νεότερος σταθμός, ο Ongehoord Nederland, επιτίθεται στον NOS κατηγορώντας τον για διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Καλύτερος σύμμαχος υπήρξε η Covid-19.
Πέρυσι, η επιθυμία για γρήγορες, ακριβείς ειδήσεις σχετικά με την πανδημία και τα κυβερνητικά μέτρα κοινωνικής απόστασης αύξησαν τα ποσοστά δημοφιλίας των κρατικών μέσων μετά από χρόνια παρακμής.
Η επισκεψιμότητα στους ιστότοπους των ευρωπαϊκών δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων διπλασιάστηκε. Οι ειδήσεις κέρδισαν ακόμη και μερικούς νέους θεατές.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση Ραδιοτηλεοπτικών Μεταδόσεων, την οργάνωση ομπρέλα των επαγγελματικών εθνικών κρατικών και δημόσιων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών οργανισμών, η συνολική εμπιστοσύνη στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Αλλά αυτό κρύβει μια διευρυνόμενη ρήξη που αντικατοπτρίζει την οξεία πολιτική πόλωση.
Στις περισσότερες χώρες όπου οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς παραμένουν ανεξάρτητοι, το κοινό τους δείχνει εμπιστοσύνη. Εντούτοις μια δυσαρεστημένη μειονότητα γίνεται όλο και εχθρικότερη.
Οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς έχουν ιδιαίτερα ζωτική σημασία σε ευρωπαϊκές χώρες όπου τα άτομα που μιλούν την τοπική γλώσσα δεν είναι αρκετά για να υποστηρίξουν τους διάφορους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς.
Στις χώρες της Βαλτικής, οι λαϊκιστικές επιθέσεις στα κρατικά κανάλια από ομάδες όπως το ακροδεξιό Συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα της Εσθονίας απέτυχαν να επικρατήσουν: είναι απλά πολύ σημαντικές. Ωστόσο, υπάρχουν κι εκεί ανησυχίες.
Οι δημοσιογράφοι του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού της Λετονίας αντιμετώπισαν περισσότερες απειλές βίας τους τελευταίους έξι μήνες, λέει η Rita Rudusa, επικεφαλής στρατηγικής του οργανισμού, κυρίως από τους αρνητές του covid-19.
Στη Λετονία, επίσης, ο κύριος κίνδυνος είναι η νομική και χρηματοδοτική δομή.
Ο νέος νόμος για τα δημόσια μέσα ενημέρωσης της χώρας δεν περιλαμβάνει την επιβολή κάποιου φόρου, όπως το τηλεοπτικό τέλος που χρηματοδοτεί το BBC.
Αυτό τον αφήνει ευάλωτο σε πολιτικές πιέσεις, και δεν είναι ξεκάθαρο αν το εποπτικό συμβούλιο θα μπορέσει να προστατευτεί από πολιτικούς διορισμούς.
Στη Σλοβενία, ο πολιτικός έλεγχος του προϋπολογισμού και του εποπτικού συμβουλίου απειλούν την ανεξαρτησία του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα.
Ο προτεινόμενος νέος νόμος για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα επιτρέψει στους πολιτικούς να διορίζουν περισσότερα μέλη στο διοικητικό συμβούλιο και να δίνουν μέρος των εσόδων του σε άλλα πρακτορεία ειδήσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξυπηρετούν την προπαγάνδα υπέρ τον κ. Jansa.
Οι δημοσιογράφοι στο RTV SLO ανησυχούσαν για τη δουλειά τους.
«Μόνο λίγοι από εμάς που απομείναμε εξακολουθούμε να ασκούμε κριτική, αλλά μας αναγκάζουν να σιωπούμε», λέει ένας ανώτερος δημοσιογράφος.
Όμως, στις 30 Μαρτίου, η αποσκίρτηση αρκετών βουλευτών άφησε την κυβέρνηση του κ. Jansa χωρίς πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Εάν δεν μπορέσει να περάσει τον νόμο για τα μέσα ενημέρωσης, το μοντέλο του κ. Orban για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς μπορεί να χάσει το νέο θαυμαστή του.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com