THEPOWERGAME
Σε παγίωση της έλλειψης διαθέσιμων κατοικιών προς ενοικίαση ή αγορά, αναμένεται να οδηγηθεί η ελληνική αγορά κατοικίας τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο λόγω της σταθερά υψηλής ζήτησης, αλλά κι εξαιτίας της υποβάθμισης του υφιστάμενου αποθέματος, σε σημείο που να κρίνεται ακατάλληλο για χρήση. Μάλιστα, από το 2030 και μετά, υπολογίζεται ότι ένας τεράστιος όγκος κατοικιών θα βρεθεί υποχρεωτικά εκτός αγοράς, λόγω των νέων κανονισμών που ψηφίστηκαν φέτος σε επίπεδο Ε.Ε. Βάσει αυτών, κάθε ακίνητο που ενοικιάζεται ή πωλείται, θα πρέπει υποχρεωτικά να πληροί συγκεκριμένα κριτήρια ενεργειακής απόδοσης και προδιαγραφών.
Για την περίπτωση της Ελλάδας, αυτό αναμένεται να αποτελέσει «βόμβα μεγατόνων», καθώς το υφιστάμενο κτιριακό απόθεμα υποβαθμίζεται σταθερά από το 2010 και μέχρι σήμερα, χωρίς προοπτική σημαντικής διαφοροποίησης της κρατούσας τάσης έως το 2030. Με βάση τον νέο κανονισμό που εγκρίθηκε και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από το 2030 και μετά, όλες οι κατοικίες που είτε νοικιάζονται, είτε πωλούνται, θα πρέπει να ανήκουν, κατ’ ελάχιστον, στην κατηγορία Ε’ του Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης. Δηλαδή, όσα ακίνητα κατατάσσονται σήμερα στις δύο τελευταίες κατηγορίες (Στ’ και Ζ’), θα βρεθούν εκτός αγοράς εν μία νυκτί. Ο «κώδωνας του κινδύνου» αφορά περίπου το 55% του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος, δηλαδή ακίνητα που έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1980 και δεν έχουν καμία μόνωση, ενώ δεν ακολουθούν και τους σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς. Αντίστοιχα, με βάση τον νέο κανονισμό, από το 2033 και μετά, ο ελάχιστος «πήχης» για τις κατοικίες που εκμισθώνονται, ή πωλούνται θα είναι η κατηγορία Δ’ του ενεργειακού πιστοποιητικού.
Όπως εύλογα γίνεται αντιληπτό, ο νέος αυτός κανονισμός συνιστά μια «ωρολογιακή βόμβα» για την αγορά κατοικίας, καθώς αν δεν υπάρξει κάποια παράταση, ή διαφοροποίηση στον τρόπο εφαρμογής του, θα οδηγήσει εκτός αγοράς δεκάδες χιλιάδες ακίνητα, «στραγγίζοντας» εντελώς την προσφορά, ιδίως για πιο προσιτές κατοικίες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τιμές και ασφαλώς για τη δυνατότητα των νοικοκυριών να έχουν πρόσβαση σε προσιτή στέγη. Στελέχη της αγοράς υπολογίζουν ότι τουλάχιστον 2,2 εκατ. κατοικίες θα καταστούν μη εμπορεύσιμες, εκτός κι αν αναβαθμιστούν ενεργειακά. Το σχετικό κόστος υπολογίζεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 15.000 – 20.000 ευρώ, κάτι που μεταφράζεται σε ένα συνολικό τίμημα, που ενδέχεται να αγγίζει ακόμα και τα 44 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι αυτό είναι το ελάχιστο ποσό που χρειάζεται για την αναβάθμιση κατά δύο κατηγορίες του ενεργειακού πιστοποιητικού, που όμως δεν είναι αρκετό, καθώς οι απαιτήσεις θα αυξάνονται σταδιακά καθ’ όλη την διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, απαιτώντας όλο και υψηλότερες «βαθμολογίες» (π.χ. Γ’, Β’ κατηγορία κ.λπ), για τις κατοικίες που πωλούνται ή εκμισθώνονται.
Η ΠΟΜΙΔΑ έχει υπολογίσει ότι για την αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιρίου αποθέματος ώστε να φτάσει στην κατηγορία Γ’ του ενεργειακού πιστοποιητικού, τα απαιτούμενα κεφάλαια αγγίζουν τα 30 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αυξάνεται σε πάνω από 70 δισ. ευρώ για να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί σε επίπεδο Ε.Ε για αναβάθμιση του συνόλου των κτιρίων έως το 2050, προκειμένου αυτά να θεωρούνται μηδενικών εκπομπών ρύπων. Συνολικά, στην Ε.Ε. το σχετικό κόστος, με σημερινές τιμές, υπολογίζεται ότι θα απαιτήσει κεφάλαια τουλάχιστον 1,5 τρισ. ευρώ, τη στιγμή που σήμερα, έχουν δεσμευτεί κονδύλια μόλις 150 δισ. ευρώ (ως επιδοτήσεις). Η οδηγία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του πακέτου «Fit for 55», που αναβαθμίζει τους στόχους για την ενεργειακή μετάβαση της Ε.Ε. σε ένα πιο «πράσινο» μέλλον. Τα κτίρια της Ε.Ε ευθύνονται για το 40% της ενεργειακής κατανάλωσης και το 36% των εκπομπών ρύπων αερίων του θερμοκηπίου.
Σε πρόσφατη ανάλυσή της, η Εθνική Τράπεζα προχώρησε στην εκτίμηση ότι έως το 2030 αναμένεται να πραγματοποιηθούν συνολικές επενδύσεις της τάξεως των 5 δισ. ευρώ για έργα ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, που όπως αντιλαμβάνεται κανείς, δεν επαρκούν σε καμία περίπτωση, για να αποσοβήσουν μια ακόμα σοβαρότερη στεγαστική κρίση, εφόσον εφαρμοστούν τα νέα μέτρα ως έχουν. Η κατάσταση για το εγχώριο κτιριακό απόθεμα είναι ακόμα πιο δύσκολη, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε, η οποία επιδείνωσε πολύ την κατάσταση ενός μεγάλου μέρους των παλαιότερων κατοικιών. Όπως τονίζει η Εθνική Τράπεζα, κατά τη δεκαετία 2012-2022, σχεδόν 250.000 κατοικίες υποβαθμίστηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα να μειωθεί η εμπορευσιμότητά τους. Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο ποσοστό από τα ακίνητα που έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1980 (και τα οποία θα είναι ηλικίας τουλάχιστον 50 ετών το 2030), δεν έχει αναβαθμιστεί/ανακαινιστεί στα χρόνια που μεσολάβησαν, καθώς οι επενδύσεις που έγιναν την τελευταία δεκαετία για τη συντήρηση και ανακατασκευή κτιρίων, υπολογίζεται ότι υπολείπονταν κατά 35 δισ. ευρώ σε σχέση με αυτές που απαιτούνταν για τη διατήρηση της αξίας του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος. Είναι λοιπόν σαφές ότι θα απαιτηθούν νέα «εργαλεία» για την χρηματοδότηση των απαιτούμενων επενδύσεων, καθώς τα υφιστάμενα προγράμματα «Εξοικονομώ» δεν επαρκούν πλέον.