THEPOWERGAME
Στα επίπεδα της περσινής χρήσης αναμένεται να κλείσει το 2023 για τη στεγαστική πίστη, μια χρονιά-«σκωτσέζικο ντους» για τη συγκεκριμένη αγορά, που ενώ στις πρώιμες προβλέψεις για το έτος προσέβλεπε σε αυξημένους ρυθμούς, ένιωσε την καθίζηση της ζήτησης, οριακά απειλήθηκε από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και τελικά, έπειτα από διάφορες άλλες παραμέτρους, έφτασε να ανακάμπτει προς το τέλος του έτους, αφήνοντας μάλιστα μια θετική επίγευση και προσμονή για το ’24.
Κάθε τράπεζα, μικρή, μεγάλη, συστημική ή μη, καινούργια ή παλαιά, είναι ενεργή στη στεγαστική πίστη, ακολουθώντας τη δική της πολιτική, με κοινή συνιστώσα την «εγκρατή» ή μάλλον την αυστηρή χρηματοδότηση, για την αποφυγή φαινομένων που θα οδηγούσαν σε επισφάλειες. Κάτω από αυτό το πρίσμα, είναι διαφορετική η άποψη που έχει αποκομίσει κάθε όμιλος από την πορεία των στεγαστικών δανείων. Όπως διαφορετική είναι και η πορεία ανά οικονομικό τρίμηνο, για παράδειγμα στην Εθνική το γ’ τρίμηνο υπήρξε αύξηση εκταμιεύσεων 300 εκατ. ευρώ, που αφορά νέα στεγαστικά δάνεια. Η εικόνα δεν είναι παντού η ίδια, αλλά όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι η αγορά δείχνει να ανακάμπτει και, παρά τις πρόωρες εκταμιεύσεις -μία ισχυρή τάση του 2023 που δεν αποτυπώθηκε μόνο στα επιχειρηματικά δάνεια-, η χρονιά αναμένεται να κλείσει στο 1,2 δισ. ευρώ, δηλαδή στα επίπεδα του 2022.
Θεοφιλίδη (ΕΤΕ): «Δεν βλέπουμε πτώση της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια. Περιμένουμε αύξηση το 2023»
Η έστω και μικρή ακόμη αναθέρμανση της ζήτησης για νέα στεγαστικά δάνεια είναι εμφανής και από την αλλαγή πολιτικής marketing των τραπεζών, οι οποίες έχουν αρχίσει να προωθούν συγκεκριμένα προϊόντα στεγαστικής πίστης μέσα από το δίκτυο (φυσικό και digital) και ταυτόχρονα να προχωρούν σε μια ευρύτερη διαφημιστική καμπάνια. Οι πρώιμες προβλέψεις για το 2024 δείχνουν θετικές και αισιόδοξες, ειδικά αν πράγματι το ’24 σφραγίσει το τέλος της αύξησης των επιτοκίων.
«Δεν βλέπουμε πτώση της ζήτησης», σημειώνει σχετικά στο powergame.gr η Χριστίνα Θεοφιλίδη, γενική διευθύντρια retail της Εθνικής Τράπεζας, προσθέτοντας ότι «το 2024 περιμένουμε να αυξηθούν οι νέες εκταμιεύσεις, άλλωστε η οικονομία είναι σε φάση ανόδου, το εισόδημα ενισχύεται, οι τιμές των ακινήτων κινούνται ανοδικά».
Βέβαια, στην ελληνική αγορά, όσο κι αν η αύξηση των επιτοκίων επιβάρυνε έως έναν βαθμό το ύψος των δόσεων, καθιστώντας δυσχερέστερη τη συνεπή αποπληρωμή των δανείων, δεν αποτέλεσε μείζον πρόβλημα και γι’ αυτό υπάρχει και το θετικό αποτέλεσμα στις νέες εκταμιεύσεις, ακόμη κι αν δεν αντανακλά σημαντική μεταβολή. Ας μην ξεχνάμε τα δύο βήματα στα οποία προχώρησαν ως προληπτικό μέτρο όλες οι τράπεζες που αφορούν το πάγωμα της ανόδου του Euribor (επωμιζόμενες οι ίδιες τις αυξήσεις της ΕΚΤ) και τημ επιδότηση του ημίσεος της δόσης των πραγματικά ευάλωτων.
Όσο για την προτίμηση του κοινού σε μια στεγαστική αγορά που ανακάμπτει, δεν αποτελεί γρίφο να πούμε ότι τα δάνεια σταθερών επιτοκίων παραμένουν η πρώτη επιλογή των δανειοληπτών, καθώς ποσοστό 90% των νέων συμβάσεων συνάπτεται με σταθερό επιτόκιο.
Οι τράπεζες προσφέρουν διάφορες επιλογές και ως προς τη διάρκεια, με μάξιμουμ τα 40 χρόνια (σταθερό σε όλη τη διάρκεια), αλλά το σύνηθες είναι ένα στεγαστικό με σταθερό επιτόκιο για 3-5 χρόνια και μετά κυμαινόμενο. Να σημειωθεί ότι με κυμαινόμενο επιτόκιο τρέχουν τα περισσότερα παλαιά υπόλοιπα δανείων, τα οποία είναι στην τελική φάση της αποπληρωμής (στα τελευταία χρόνια του δανείου), οπότε δεν επηρεάζονται πολύ (ή τουλάχιστον… απαγορευτικά), καθώς έχει ήδη εξοφληθεί κατά το μεγαλύτερο ποσοστό και στην πλειονότητα των περιπτώσεων το κεφάλαιο «τόκος».