THEPOWERGAME
Ο ναυτιλιακός όμιλος A.P. Moller-Maersk ανακοίνωσε απότομη πτώση των κερδών και των εσόδων του στο τρίτο τρίμηνο και γνωστοποίησε ότι θα περικόψει 10.000 θέσεις εργασίας, καθώς παλεύει με τους χαμηλότερους ναύλους και την υποτονική ζήτηση για τη ναυτιλία εμπορευματοκιβωτίων.
Η δανέζικη εταιρεία διατήρησε επίσης τις ετήσιες προβλέψεις της για τα έσοδα και τα λειτουργικά κέρδη, αλλά τώρα αναμένει ότι και τα δύο θα προσγειωθούν στο χαμηλότερο επίπεδο των προβλέψεων αυτών.
«Ο κλάδος μας αντιμετωπίζει μια νέα κανονικότητα με υποτονική ζήτηση, τιμές που επανέρχονται στα ιστορικά επίπεδα και πληθωριστικές πιέσεις στη βάση του κόστους μας», ανέφερε σε δήλωσή του ο διευθύνων σύμβουλος Βίνσεντ Κλερκ.
«Από το καλοκαίρι, είδαμε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στις περισσότερες περιοχές που προκάλεσε πτώση των τιμών και καμία αξιοσημείωτη αύξηση στην ανακύκλωση πλοίων ή στην αδράνεια», πρόσθεσε ο CEO της Maersk.
Ο όμιλος είχε ήδη προειδοποιήσει τον Αύγουστο για μια πιο απότομη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης για θαλάσσια μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων φέτος, λόγω της αργής οικονομικής ανάπτυξης και της απομάκρυνσης των αποθεμάτων μετά την πανδημία COVID-19.
Η Maersk θέλει να εξοικονομήσει 600 εκατ. από τη μείωση του προσωπικού
Η Maersk ανακοίνωσε πως έχει στόχο να μειώσει το εργατικό δυναμικό της, από 110.000 φέτος τον Ιανουάριο, σε κάτω από 100.000, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση 600 εκατ. δολαρίων την ερχόμενη χρονιά, σε σύγκριση με φέτος.
Ένα εφάπαξ κόστος 350 εκατ. δολαρίων που σχετίζεται με την αναδιάρθρωση θα επηρεάσει κυρίως τις οικονομικές επιδόσεις της το 2023, ανέφερε.
Η εταιρεία δήλωσε ότι αναμένει κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) για το έτος μεταξύ 9,5 και 11 δισ. δολαρίων, ενώ τα κέρδη προ φόρων και τόκων αναμένεται να κυμανθούν μεταξύ 3,5 και 5 δισ. δολαρίων.
Τα EBITDA υποχώρησαν στα 1,9 δισ. δολάρια το τρίτο τρίμηνο από 10,9 δισ. δολάρια ένα χρόνο νωρίτερα, ελαφρώς πάνω από τις προσδοκίες των αναλυτών για 1,81 δισ. δολάρια σε δημοσκόπηση της Refinitiv. Τα έσοδα μειώθηκαν κατά 47% στα 12,1 δισ. δολάρια.