THEPOWERGAME
O Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν μία φιγούρα που σφράγισε μία ολόκληρη εποχή και αποτέλεσε το σύμβολο της ελληνικής επιχειρηματικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να εξελίξει τον θεσμό της ναυτιλιακής επιχείρησης, συνδυάζοντας την ευρωπαϊκή ναυτιλιακή τεχνογνωσία με τις αμερικανικές πρακτικές. Αυτό υποστήριξε η Τζελίνα Χαρλαύτη, καθηγήτρια Ναυτιλιακής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθύντρια του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου «Ιστορία των Επιχειρήσεων Ωνάση 1924-1975», που στηρίζεται στο Αρχείο Ωνάση.
Σύμφωνα με την ίδια, το στοιχείο που ξεχώρισε διεθνώς τον Αριστοτέλη Ωνάση ήταν ότι έφερε τρεις σημαντικές καινοτομίες στη ναυτιλία. Η πρώτη αφορούσε το άνοιγμα των αγορών, καθώς είναι ο πρώτος Έλληνας που μπήκε στην αγορά των δεξαμενοπλοίων, αλλά είναι και αυτός που άνοιξε τη χρηματοπιστωτική αγορά της Αμερικής στη ναυτιλία. Η δεύτερη καινοτομία σχετιζόταν με τις επιχειρηματικές πρακτικές που ακολούθησε, δημιουργώντας το μοντέλο της παγκόσμιας ναυτιλιακής επιχείρησης, που περιελάμβανε τις υπεράκτιες και τις πολλαπλά ελεγχόμενες εταιρείες και τα πολλαπλά κέντρα διαχείρισης. Η σημαντικότερη ωστόσο προσφορά του στον χώρο της ναυτιλίας ήταν η βελτίωση της τεχνολογίας των δεξαμενόπλοιων.
Σχετικά με τη δημιουργία του αρχείου Ωνάση, όπως επισημαίνει η κ. Χαρλαύτη στον κ. Παπαχελά, αποτελεί τομή στην πορεία της ιστορίας των επιχειρήσεων στη χώρα μας. Η ίδια χαρακτηριστικά ανέφερε το εξής: «Το 2017 προσέγγισα τον κ. Παπαδημητρίου, ο οποίος με ενημέρωσε ότι υπάρχουν σημαντικά αρχεία του Αριστοτέλη Ωνάση σε μία αποθήκη στου Ρέντη, υπήρχαν και κάτι αρχεία στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της έρευνας μου, βρήκα κάποια επιχειρηματικά αρχεία, που αφορούσαν τις υπεράκτιες εταιρείες, φάκελους ταξιδιών, προσύμφωνα, αμοιβές ναυτικών και χιλιάδες φωτογραφίες. Μέσα από αυτό το υλικό μπόρεσα να διακρίνω τον τρόπο που δούλευε ο Ωνάσης».
«Η είσοδος του Ωνάση στη ναυτιλιακή βιομηχανία τη δεκαετία του 1930 συνέπεσε με τη μεταβατική εποχή της ναυτιλίας στην παγκόσμια οικονομία, με την παρακμή των γιγάντιων βρετανικών ναυτιλιακών επιχειρηματικών ομίλων και την άνοδο του πετρελαίου ως κύριας πηγής ενέργειας. Ο Ωνάσης, με ιδιαίτερη επιχειρηματική οξύνοια και επιμονή, έπαιρνε τις σωστές αποφάσεις σε κρίσιμες περιόδους που ενείχαν ρίσκο και αβεβαιότητα», σημειώνει η ίδια.
Ο Ωνάσης δεν ήταν αυτοδημιούργητος, τα πρώτα κεφάλαια τα έκανε με τη βοήθεια της οικογενειακής του επιχείρησης. Η τεράστια επιτυχία του και αυτό που τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους έγκειται στο ότι κατάφερε να γίνει ένας παγκόσμιος επιχειρηματίας. Αυτό συνέβη, σύμφωνα με την κ. Χαρλαύτη, λόγω του γεγονότος ότι έχασε νωρίς την πατρίδα του και δεν ήθελε να είναι συνδεδεμένος με κανένα κράτος και έτσι τα κέντρα διαχείρισής του ήταν διάσπαρτα σε διαφορετικά μέρη του κόσμου.
Το 1930 ήταν η καλύτερη περίοδος για να επενδύσει στη ναυτιλία. Τα πρώτα του δύο πλοία κόστισαν 3.500 λίρες το καθένα, δέκα χρόνια πριν τα πλοία αυτά θα κόστιζαν 200.000 λίρες. Τα δύο πρώτα πλοία πήραν τα ονόματα των γονιών του και ξεκίνησαν το ταξίδι στους εμπορικούς δρόμους του Ατλαντικού. Ο νεαρός Αριστοτέλης Ωνάσης γνώριζε βέβαια ότι, χωρίς οικογενειακή παράδοση στη ναυτιλία, θα αντιμετωπίζεται ως ξένος. Δεν ανήκε στους παραδοσιακούς Έλληνες εφοπλιστές. Έπρεπε να διεκδικήσει τον χώρο του σε αυτό το κλειστό, κάπως καχύποπτο κλαμπ της ναυτιλιακής «οικογένειας» της εποχής, που είχε έδρα το Λονδίνο. Τα κατάφερε μεθοδικά, πεισματικά, αιρετικά. Η εμφάνισή του, ωστόσο, από νωρίς στους σκανδιναβικούς ναυτιλιακούς κύκλους τον έστρεψε στα νεότευκτα πλοία και στη ναυτιλιακή αγορά πετρελαίου.
Ο ίδιος, όπως υποστηρίζει η κ. Χαρλαύτη, ήταν ιδιαίτερα οξυδερκής για να αντιληφθεί την αυξανόμενη ζήτηση για πετρέλαιο και έτσι πρωτοπορεί. Είναι ο πρώτος Έλληνας που στρέφεται στα τάνκερ. Το 1938 ναυπηγεί στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας το πρώτο του δεξαμενόπλοιο, το «Άριστον». Η απόφασή του, όμως, λίγα χρόνια μετά να κλείσει συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία για το πετρέλαιο έστρεψε εναντίον του όλες τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες και την ίδια την κυβέρνηση των ΗΠΑ, οδηγώντας τον με μαθηματική ακρίβεια προς τη χρεοκοπία.
Σύμφωνα με την κ. Χαρλαύτη, ο Ωνάσης βρισκόταν ένα βήμα πριν τα χάσει όλα, καθώς όποτε έληγε ένα ναυλοσύμφωνο, δεν του το ανανέωναν, με αποτέλεσμα στο τέλος του 1955 ο μισός στόλος των δεξαμενοπλοίων του Ωνάση να βρίσκεται ακινητοποιημένος. Ποιος θα το φανταζόταν ότι η «κρίση του Σουέζ», όπως έχει καταχωρισθεί στην ιστορία, θα ήταν «μάννα εξ ουρανού» για τον Ωνάση, που τον έσωσε από την οικονομική καταστροφή;
Σχετικά με το πώς μπορούσε να προβλέψει γρήγορα τις γεωπολιτικές εξελίξεις, η ίδια υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται στην μεγάλη κινητικότητά του. Ο ίδιος ταξίδευε συνεχώς στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ, δεν καθόταν πάνω από μία εβδομάδα σε ένα συγκεκριμένο μέρος και έτσι απέκτησε μια συνολική θεώρηση του κόσμου, που την ενοποίησε. Όσον αφορά τη σχέση του με την πολιτική εντός και εκτός Ελλάδας, ο ίδιος προσαρμοζόταν σε κάθε κυβέρνηση για να μην εμποδίζονται τα επιχειρηματικά του σχέδια.
Η εγκατάσταση του κέντρου των επιχειρήσεών του στο Μόντε Κάρλο, με κεντρικό ναυτιλιακό πρακτορείο την Olympic Maritime, αποτέλεσε σταθμό στην πορεία του το 1954. Τις επόμενες δεκαετίες η πλωτή αυτοκρατορία του γιγαντώνεται. Φίλοι και εχθροί του αναγνωρίζουν ότι ανοίγει νέους δρόμους στην ελληνόκτητη ναυτιλία. «Με τη διορατικότητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητά του, ο Αριστοτέλης Ωνάσης μέσα σε μια νύχτα, λόγω του Μόντε Κάρλο, έγινε διάσημος και αυτό τον οδήγησε να το χρησιμοποιήσει ως ασπίδα εναντίον των ΗΠΑ και των εχθρών του», προσθέτει.
Το 1956 κάνει μία ακόμη απροσδόκητη κίνηση, καθώς αγοράζει από το ελληνικό Δημόσιο το προνόμιο εκμετάλλευσης του αποδυναμωμένου εθνικού αερομεταφορέα ΤΑΕ και ιδρύει την Ολυμπιακή Αεροπορία. Γίνεται έτσι ο ένας από τους μόλις δύο ιδιώτες στον κόσμο με δική τους αεροπορική εταιρεία.
Σχετικά τον ανταγωνισμό με τον Σταύρο Νιάρχο, η ίδια υποστήριξε ότι ήταν λογικός και οξύνθηκε λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων που προέκυψαν στην πορεία. Ωστόσο, ο Ωνάσης δεν ήταν ποτέ κομμάτι του ελληνικού εφοπλιστικού κλάδου, καθώς ποτέ δεν τον αποδέχθηκαν. Αυτός δεν προερχόταν από μεγάλη εφοπλιστική οικογένεια και έπαιρνε υπερβολικά ρίσκα σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες εφοπλιστές, ενώ το μεγαλύτερο πρόβλημά τους ήταν ότι και κάθε κίνησή του γινόταν γνωστή, καθώς ο ίδιος αγαπούσε τη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με την ίδια, «για τον Ωνάση η σύζυγός του ήταν η ναυτιλία και η ερωμένη του ήταν η Ολυμπιακή Αεροπορία, η μία του γεννούσε χρήματα, η άλλη του τα ξόδευε».