THEPOWERGAME
Για να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη, σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι ο κόσμος πρέπει να ξεχάσει τα ορυκτά καύσιμα το συντομότερο δυνατόν. Βέβαια, το πώς θα συμβεί αυτό είναι μάλλον περίπλοκο. Οι οικονομολόγοι τάσσονται εδώ και καιρό υπέρ της επιβολής μιας τιμής στον άνθρακα, έναν μηχανισμό που η Ευρώπη εισήγαγε το 2005. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει στην αγορά να εντοπίσει τη φθηνότερη μονάδα αερίου του θερμοκηπίου που πρέπει να μειωθεί και έτσι η κοινωνία να καταπολεμήσει την κλιματική αλλαγή με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων πολλών Αμερικανών πολιτικών, ανησυχούν ότι τέτοια συστήματα θα προκαλέσουν αντιδράσεις, αυξάνοντας το κόστος για τους καταναλωτές. Η απάντηση της αμερικανικής ηγεσίας υπό τον πρόεδρο Joe Biden είναι η χορήγηση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη δημιουργία «πράσινων» εφοδιαστικών αλυσίδων.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο υπόλοιπος κόσμος αρχίζει τώρα να ακολουθεί όλο και περισσότερο το παράδειγμα της Ευρώπης -με τις τιμές του άνθρακα να εξαπλώνονται σε χώρες τόσο πλούσιες, όσο και φτωχές. Δείτε, για παράδειγμα, την Ινδονησία, τον ένατο μεγαλύτερο ρυπαντή στον κόσμο. Παρ’ όλο που απελευθερώνει 620 εκατ. τόνους ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, με σχεδόν τη μισή από την αλματώδη αύξηση της ενεργειακής της κατανάλωσης να προέρχεται από τον άνθρακα, η χώρα έχει «πράσινες» φιλοδοξίες. Στις 26 Σεπτεμβρίου, κατά την έναρξη της πρώτης αγοράς άνθρακα, ο πρόεδρος Joko Widodo μίλησε για τις προοπτικές της ως κόμβου για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ οι τοπικές τράπεζες αγόρασαν πιστώσεις από μια εταιρεία γεωθερμικής ενέργειας. Η χώρα εισήγαγε επίσης ένα τοπικό σύστημα εμπορίας εκπομπών τον Φεβρουάριο, το οποίο απαιτεί από τις μεγάλες μονάδες που λειτουργούν με άνθρακα να αγοράζουν άδειες για τις εκπομπές που υπερβαίνουν κάποιο όριο.
Εν ολίγοις, ακόμα και στις χώρες που είναι περισσότερο γνωστές ως ρυπογόνες, παρά ως «πράσινες» ηγέτιδες, τα πράγματα αλλάζουν. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, στις αρχές του 2023, το 23% των παγκόσμιων εκπομπών καλυπτόταν από μια τιμή άνθρακα, από μόλις 5% το 2010 (βλ. διάγραμμα). Η εξάπλωση θα επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς όλο και περισσότερες χώρες θα αντιλαμβάνονται τα πλεονεκτήματα της τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και τα υφιστάμενα συστήματα θα επεκτείνουν την εμβέλειά τους. Την 1η Οκτωβρίου η ΕΕ εγκαινίασε μια πρωτοποριακή πολιτική με ένα θλιβερό όνομα. Ο «μηχανισμός συνοριακής προσαρμογής άνθρακα» (CBAM) θα αρχίσει, από το 2026, να επιβάλλει τιμή άνθρακα σε όλες τις εισαγωγές του μπλοκ, πράγμα που σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα έχουν ισχυρό κίνητρο να πιέσουν τους προμηθευτές σε όλο τον κόσμο να γίνουν «πράσινοι».
Η εξάπλωση των τιμών του άνθρακα γίνεται με τρεις τρόπους. Πρώτον, οι κυβερνήσεις δημιουργούν νέες αγορές και εισφορές. Ένα παράδειγμα είναι η Ινδονησία. Αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, η αγορά της θα συνδυαστεί τελικά με φόρο άνθρακα. Τον Απρίλιο η Ιαπωνία εγκαινίασε μια εθελοντική εθνική αγορά για αντιστάθμιση των εκπομπών άνθρακα, η οποία θα λειτουργεί παράλληλα με μια υφιστάμενη περιφερειακή πολιτική ανώτατων ορίων και εμπορίας που εφαρμόζεται στο Τόκιο. Οι συμμετέχοντες, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% της ρύπανσης της χώρας, θα πρέπει να γνωστοποιούν και να θέτουν στόχους εκπομπών. Με την πάροδο του χρόνου το σύστημα θα γίνει αυστηρότερο, με τις δημοπρασίες δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για την ενεργειακή βιομηχανία να ξεκινούν το 2033. Εν τω μεταξύ, το Βιετνάμ επεξεργάζεται ένα σύστημα εμπορίας εκπομπών που θα υλοποιηθεί το 2028, στο οποίο οι επιχειρήσεις με εκπομπές πάνω από ένα όριο θα πρέπει να τις αντισταθμίζουν αγοράζοντας πιστωτικές μονάδες.
Δεύτερον, οι χώρες με πιο εδραιωμένες αγορές ενισχύουν τις πολιτικές τους. Στις 24 Σεπτεμβρίου το Εθνικό Κέντρο Κλιματικής Στρατηγικής της Κίνας ανακοίνωσε ότι το σύστημα εμπορίας εκπομπών του, το οποίο είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο, θα μετακινηθεί από το να εστιάζει μόνο στην ένταση του άνθρακα των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, στο να εστιάζει τόσο στην έντασή τους όσο και στις συνολικές εκπομπές. Το σύστημα θα συνδεθεί με μια αδρανή πιστωτική αγορά άνθρακα, επιτρέποντας στις μονάδες να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους αγοράζοντας πιστωτικές μονάδες για ανανεώσιμη ενέργεια, φύτευση δασών ή αποκατάσταση μαγκρόβιων εκτάσεων. Η Αυστραλία, η οποία κατάργησε την αρχική της τιμή άνθρακα το 2014, μεταρρύθμισε ένα προηγουμένως αναποτελεσματικό σύστημα γνωστό ως «μηχανισμός προστάσιας». Από τον Ιούλιο οι μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις που ευθύνονται για το 28% των εκπομπών της χώρας έπρεπε να μειώνουν τις εκπομπές κατά 4,9% ετησίως σε σχέση με έναν βασικό όριο. Όσες δεν τα καταφέρνουν πρέπει να αγοράζουν αντισταθμίσεις, που διαπραγματεύονται σε τιμή περίπου 20 δολάρια ανά τόνο.
Ο τελευταίος τρόπος με τον οποίο οι αγορές άνθρακα εξαπλώνονται είναι μέσω διασυνοριακών συστημάτων. Το πρόγραμμα της ΕΕ είναι μακράν το πιο προηγμένο. Στην πιλοτική φάση του CBAM οι εισαγωγείς αλουμινίου, τσιμέντου, ηλεκτρικής ενέργειας, λιπασμάτων, υδρογόνου, σιδήρου και χάλυβα θα πρέπει να αναφέρουν τις «ενσωματωμένες» εκπομπές (αυτές που παράγονται κατά την παραγωγή και τη μεταφορά). Στη συνέχεια, από το 2026, οι εισαγωγείς θα πρέπει να καταβάλλουν εισφορά που θα ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του κόστους άνθρακα αυτών των ενσωματωμένων εκπομπών στο σύστημα της ΕΕ και της τυχόν τιμής άνθρακα που καταβάλλει ο εξαγωγέας στην εγχώρια αγορά του. Οι δωρεάν άδειες για τομείς θα καταργηθούν επίσης σταδιακά, ενώ στην αγορά θα ενταχθούν και οι βιομηχανίες κατοικίας και μεταφορών.
Πολλά από αυτά τα συστήματα θα χρειαστούν χρόνο για να έχουν αντίκτυπο. Πολλά στην Ασία είναι σαθρά, με τιμές που καθορίζονται πολύ χαμηλά ώστε να φέρουν ουσιαστική αλλαγή -πολύ κάτω από την τρέχουσα τιμή της ΕΕ των 80-90 ευρώ (85-95 δολάρια), η οποία πλησιάζει ακροθιγώς την εκτίμηση των οικονομολόγων του κλίματος για το κοινωνικό κόστος του άνθρακα. Για παράδειγμα, οι μισές μονάδες άνθρακα που καλύπτονται από το σύστημα εμπορίας εκπομπών της Κίνας αντιμετωπίζουν αρνητική τιμή άνθρακα, πράγμα που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα πληρώνονται για να καίνε το βρόμικο καύσιμο, αφού η ένταση των εκπομπών τους είναι κάτω από τον εθνικό μέσο όρο, λέει ο Lauri Myllyvirta του Κέντρου Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα, ενός κέντρου μελετών, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει ότι το σύστημα αποτυγχάνει να δημιουργήσει κίνητρο για τη στροφή από τον άνθρακα σε άλλες πηγές ενέργειας.
Σε όλο τον κόσμο οι ακτιβιστές επικρίνουν τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν αντισταθμίσεις για να επιδίδονται σε αυτό που ονομάζουν «πράσινο ξέπλυμα», όπου οι εταιρείες παρουσιάζονται ψευδώς ως φιλικές προς το περιβάλλον. Ορισμένα συστήματα δυσκολεύονται επίσης να αποδείξουν ότι οδήγησαν σε μείωση των εκπομπών. Το 2022 μια ομάδα ακαδημαϊκών, με επικεφαλής τον Andrew Macintosh του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας, υποστήριξε ότι η αναδάσωση που χρησιμοποιήθηκε ως πίστωση άνθρακα στο σύστημα της Αυστραλίας είτε δεν έγινε, είτε θα είχε γίνει ανεξάρτητα από τις πληρωμές για αντισταθμιστικά οφέλη. Μια ανεξάρτητη επανεξέταση συνέστησε έκτοτε αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος.
Ωστόσο, ακόμα και τα περιορισμένα προγράμματα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα συμβάλουν στην αλλαγή της συμπεριφοράς, για τον απλούστατο λόγο ότι ενθαρρύνουν την παρακολούθηση των εκπομπών. Μετά την έναρξή του πριν από δύο χρόνια, το σύστημα εμπορίας εκπομπών της Κίνας έγινε συνώνυμο της απάτης, με συμβούλους που φέρονται να βοηθούσαν τις επιχειρήσεις να παράγουν πλαστά δείγματα άνθρακα. Στις αρχές του έτους ανακοινώθηκε πάταξη από τους αξιωματούχους, οι οποίοι είναι πλέον ικανοποιημένοι με την ποιότητα των δεδομένων. Παρά την απουσία τιμής άνθρακα, οι αμερικανικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν επίσης κίνητρα για την παρακολούθηση των εκπομπών. Ο πρόεδρος Biden πρότεινε έναν κανόνα σύμφωνα με τον οποίο όλες οι επιχειρήσεις που πωλούν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να γνωστοποιούν τις εκπομπές τους και να έχουν σχέδια για τη μείωσή τους. Πολλές μεγάλες επιχειρήσεις έχουν θέσει εθελοντικούς στόχους καθαρού μηδέν ως μέρος των προσπαθειών μάρκετινγκ. Η Apple, η μεγαλύτερη στον κόσμο, έχει δεσμευτεί να καταστήσει την εφοδιαστική της αλυσίδα εντελώς ουδέτερη ως προς τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2030.
Και οι κατασκευαστές σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν τώρα ένα ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο για την ακριβή παρακολούθηση του ανθρακικού τους αποτυπώματος: τον CBAM. Απώτερος στόχος της ΕΕ είναι η αντιμετώπιση της «διαρροής άνθρακα». Πριν από την εισαγωγή του CBAM, η ευρωπαϊκή τιμή άνθρακα σήμαινε ότι οι εγχώριες βιομηχανίες αντιμετώπιζαν ένα επιπλέον κόστος σε σύγκριση με εκείνες σε χώρες με λιγότερο φιλόδοξα σχέδια απαλλαγής από τον άνθρακα. Αυτό έδινε κίνητρο στους εισαγωγείς να προμηθεύονται υλικά από το εξωτερικό, ακόμα κι αν οι εισροές αυτές ήταν πιο βρόμικες. Για να το αντισταθμίσει, η ΕΕ μοίρασε άδειες στους βιομηχανικούς παραγωγούς. Καθώς ο CBAM τίθεται σταδιακά σε εφαρμογή, οι άδειες αυτές θα αρχίσουν να καταργούνται.
Κατά τη διάρκεια της πιλοτικής φάσης ο CBAM αποτελεί απλώς ένα επιπλέον εμπόδιο (αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «μη δασμολογικό φραγμό») για τους εξαγωγείς προς το μπλοκ. Για να συμμορφωθούν, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πρέπει να αναφέρουν τις ενσωματωμένες εκπομπές των εισαγωγών τους. Εάν δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία, οι εισαγωγείς πρέπει να χρησιμοποιούν τιμές αναφοράς που παρέχει η ΕΕ. Προκειμένου να ωθηθούν οι ξένες εταιρείες να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους και να αποδείξουν ότι οι εκπομπές τους είναι χαμηλότερες, αυτές βασίζονται στις εκπομπές των πιο βρόμικων εταιρειών του μπλοκ. Από το 2026 οι εισαγωγείς θα πρέπει να καταβάλλουν τη διαφορά μεταξύ του ποσού των ενσωματωμένων εκπομπών που θα χρεώνονταν σύμφωνα με το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ και της όποιας τιμής άνθρακα πληρώνουν τα προϊόντα στην πατρίδα τους.
Οι ίδιοι οι δασμοί άνθρακα στα σύνορα μπορεί να πολλαπλασιαστούν τα επόμενα χρόνια. Στην Αυστραλία η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα την επανεξέταση της “διαρροής άνθρακα” στη χώρα, η οποία θα εξετάζει μια τέτοια επιλογή. Το 2021 η Αμερική και η ΕΕ ανέστειλαν μια εμπορική διαμάχη, την οποία ξεκίνησε ο πρόεδρος Donald Trump, ξεκινώντας διαπραγματεύσεις για έναν “Παγκόσμιο Διακανονισμό για Βιώσιμο Χάλυβα και Αλουμίνιο”. Η Αμερική επιθυμεί οι δύο εμπορικοί εταίροι να θεσπίσουν έναν κοινό εξωτερικό δασμό για τους παραγωγούς χάλυβα που ρυπαίνουν περισσότερο. Δεδομένου ότι η Αμερική δεν έχει εγχώρια τιμή άνθρακα, μια τέτοια πολιτική θα παραβίαζε τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ωστόσο, αν η ΕΕ και η Αμερική δεν καταλήξουν σε συμφωνία, οι δασμοί της εποχής Trump και τα αντίποινα της ΕΕ θα επανέλθουν σε ισχύ.
Η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχει αποτέλεσμα ντόμινο. Μόλις ένας κλάδος αρχίσει να υπόκειται σε μια τιμή άνθρακα, οι επιχειρήσεις του θα θελήσουν φυσικά οι ανταγωνιστές τους να υπόκεινται τους ίδιους κανόνες. Ως εκ τούτου, οι ιδιοκτήτες σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν άνθρακα θα ασκήσουν πιέσεις για να διασφαλίσουν ότι οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο θα λειτουργούν με ίσους όρους ανταγωνισμού. Οι κυβερνήσεις των εξαγωγικών χωρών έχουν επίσης κίνητρο να διασφαλίσουν ότι οι εγχώριες επιχειρήσεις τους θα πληρώνουν μια τιμή άνθρακα στο εσωτερικό τους και όχι δασμούς στο εξωτερικό. Εάν τα εργοστάσια της Ασίας πιέζονται να μειώσουν τις εκπομπές τους ούτως ή άλλως από συστήματα όπως ο CBAM, τότε οι κυβερνήσεις τους χάνουν την ευκαιρία να κερδίσουν περισσότερα χρήματα, μη επιβάλλοντας μια δική τους τιμή άνθρακα.
Το ερώτημα είναι αν το ντόμινο θα πέσει αρκετά γρήγορα. Σχεδόν κανένα σύστημα εμπορίας εκπομπών δεν στοχεύει στις εκπομπές από κατοικίες ή αυτοκίνητα, για παράδειγμα, όπου οι καταναλωτές θα αισθάνονταν πραγματικά τον πόνο. Επιλέγοντας να εισαγάγουν συστήματα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και στη συνέχεια να τα κάνουν ευρύτερα και πιο ισχυρά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν τους περισσότερους οικονομολόγους σταθερά με το μέρος τους -και προχωρούν πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως γίνεται αντιληπτό. Όμως οι μελλοντικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να καταστήσουν τις πολιτικές αυτές περισσότερο παρεμβατικές, αν πρόκειται να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να κερδίσουν και τους ψηφοφόρους.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com