THEPOWERGAME
Προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και πληθωριστικές πιέσεις εκτόξευσαν το κόστος παραγωγής κατά 25% μετά την πανδημία για τις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες, αποκαλύπτοντας αβεβαιότητες για έναν κλάδο υπό συνεχή αναδιάρθρωση, που παραμένει από τους πιο σημαντικούς για τις εξαγωγές, εδραιώνοντας τη χώρα στην 1η θέση των χωρών της ΕΕ-27 στην παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού και στη 2η παγκοσμίως.
Παρά τις προκλήσεις, η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια καταγράφει ρεκόρ δεκαετίας σε πωλήσεις και επενδύσεις. Σύμφωνα με το Πολυετές Στρατηγικό Σχέδιο για την Ανάπτυξη των Ιχθυοκαλλιεργειών (ΠΕΣΣΑΥ), ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του κλάδου εκτιμάται σε 5,5% την περίοδο 2017-2023 και την επόμενη επταετία αναμένεται να φτάσει η μέση ετήσια ανάπτυξη στο 7%. Παράγοντες της αγοράς σημειώνουν ότι ο κλάδος από το 2021 σημειώνει νέα δυναμική. Προβλέπεται δε ετήσια αύξηση της παραγωγής 3% έως το 2025 και 5% μεταξύ 2025 και 2030.
Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού το 2022 ενισχύθηκε τουλάχιστον κατά 2%, ξεπερνώντας τους 127.000 τόνους. Προηγήθηκε αύξηση 7,3% σε όγκο παραγωγής και 10% στην αξία πωλήσεων το 2021. Λαβράκι και τσιπούρα είναι δύο είδη που αποτελούν το 96% της ελληνικής παραγωγής, με άλλα είδη, όπως κρανιός και βραχύπτερο φαγκρί, να εκτρέφονται σε μικρότερες ποσότητες, αποτελώντας μόλις το 4% της παραγωγής. Πάντως η παραγωγή αυτών των ειδών αυξάνεται, για να ικανοποιηθούν οι νέες καταναλωτικές τάσεις, με τις εκτιμήσεις για το 2022 να αναφέρουν ότι η παραγωγή τους αυξήθηκε κατά 10%, ξεπερνώντας τους 6.300 τόνους.
Όσον αφορά την παραγωγή γόνου, το 2022 σημειώθηκε αύξηση 4,5% κατ’ εκτίμηση
Σε σχέση με τις ιχθυοτροφές, που αποτελούν το 57%-59% του κόστους παραγωγής των εταιρειών του κλάδου, οι πωλήσεις τους αυξάνονται σταθερά, από τους 290.000 τόνους του 2021, με την πλειονότητά τους να παράγεται σε ελληνικά εργοστάσια. Σημειώνεται ότι η μέση τιμή πώλησης ανά τόνο ξεπερνά σήμερα τα 1.250 ευρώ.
Όσον αφορά τις τιμές, που βελτιώθηκαν το 2021, διατήρησαν την ίδια τάση το 2022. Παρά τον αυξημένο ανταγωνισμό με τρίτες χώρες και τη συνεχιζόμενη αύξηση της παραγωγής της Τουρκίας, οι μέσες τιμές και για τα δύο κύρια είδη εμπορίας παρουσιάζονται βελτιωμένες (+1,5% στην τσιπούρα και +6% στο λαβράκι), δημιουργώντας θετικά αποτελέσματα για την πλειονότητα των επιχειρήσεων του κλάδου. Ειδικότερα, η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε σε 4,49 ευρώ/κιλό το 2021 με αύξηση 1,6%, στο λαβράκι η μέση τιμή κυμάνθηκε σε 5,27 ευρώ/κιλό, με αύξηση 6% το 2021, ενώ περαιτέρω αύξηση καταγράφηκε πέρυσι.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει μερίδιο περίπου 60% στην παραγωγή ιχθυοκαλλιεργειών λαβρακιού και τσιπούρας της ΕΕ-27, που ανήλθε σε 210.231 τόνους το 2021, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία.
Η μεσογειακή υδατοκαλλιέργεια το 2021 ανήλθε σε 628.034 τόνους (εκ των οποίων 325.429 τόνοι τσιπούρας και 302.615 τόνοι λαβρακιού), με αύξηση 8,4% σε σχέση με το 2020 και με την Ελλάδα να βρίσκεται στις δύο πρώτες χώρες παραγωγής ψαριών μεσογειακής υδατοκαλλιέργειας, με μερίδιο 25% της παραγωγής τους διεθνώς.
Η διάρθρωση και το αποτύπωμα στην απασχόληση
Στον κλάδο δραστηριοποιούνται 73 εταιρείες με 283 μονάδες, με χωροθετημένο σε τρεις περιφέρειες σχεδόν το 78% των μονάδων. Πρόκειται για τις αποκεντρωμένες διοικήσεις Πελοποννήσου-Δυτικής Ελλάδας & Ιονίων Νήσων, Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας και Αιγαίου, όπου αντιστοιχεί το 87% των μισθωμένων εκτάσεων και εκτρέφεται σχεδόν το 82% της ελληνικής παραγωγής.
Ο κλάδος απασχολεί πάνω από 4.230 άτομα, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΕΛΟΠΥ η θαλάσσια υδατοκαλλιέργεια (ψάρια και μύδια) δημιουργεί το 85% των άμεσων θέσεων εργασίας. Ένα 5% είναι οι άμεσες θέσεις εργασίας σε υφάλμυρα νερά, ενώ το υπόλοιπο 10% αντιστοιχεί στην καλλιέργεια εσωτερικών υδάτων. Συνυπολογίζοντας τις έμμεσες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από τις υποστηρικτικές υπηρεσίες του κλάδου, όπως παρασκευαστήρια ιχθυοτροφών, εξοπλισμός, ιχθυοκιβώτια, εξοπλισμός, εκτιμάται ότι οι απασχολούμενοι στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών ξεπερνούν τους 12.000.