THEPOWERGAME
Σύμφωνα με τον T.S. Eliot, ο Απρίλιος είναι ο σκληρότερος μήνας. Οι μέτοχοι θα διαφωνούσαν. Γι’ αυτούς είναι ο Σεπτέμβριος. Τον υπόλοιπο χρόνο οι μετοχές τείνουν να αυξάνονται συχνότερα. Από το 1928 η αναλογία των μηνιαίων κερδών προς τις απώλειες του αμερικανικού δείκτη S&P 500, εξαιρουμένου του Σεπτεμβρίου, είναι περίπου 60/40. Ωστόσο, η φθινοπωρινή ψύχρα φαίνεται να κάνει κάτι στην ψυχολογία της αγοράς. Τον Σεπτέμβριο, στο 55% των περιπτώσεων, ο δείκτης πέφτει. Πιστός στην τάση και αυτόν τον Σεπτέμβριο, έπειτα από έναν νευρικό Αύγουστο πέρασε τις τελευταίες εβδομάδες πτωτικά.
Ένα τέτοιο ημερολογιακό αποτέλεσμα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ιδέα ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι αποτελεσματικές. Εξάλλου, οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων θα έπρεπε να κινούνται μόνο ως απάντηση σε νέες πληροφορίες (μελλοντικές ταμειακές ροές, για παράδειγμα). Οι προβλέψιμες διακυμάνσεις πρέπει να εντοπίζονται, να αξιοποιούνται και να εξαλείφονται με arbitrage από τους traders. Ωστόσο, αυτόν τον Σεπτέμβριο δεν υπάρχει κανένα μυστήριο σχετικά με το τι συμβαίνει: οι επενδυτές έμαθαν, ή μάλλον αποδέχθηκαν, κάτι νέο. Τα υψηλά επιτόκια ήρθαν για να μείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η πτώση προκλήθηκε από έναν μαραθώνιο ανακοινώσεων για τη νομισματική πολιτική, η οποία ξεκίνησε με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στις 20 Σεπτεμβρίου και ολοκληρώθηκε δύο ημέρες και 11 κεντρικές τράπεζες αργότερα. Σχεδόν όλες οι μεγάλες τράπεζες επανέλαβαν το μήνυμα «υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα». Προηγουμένως ο Huw Pill της Τράπεζας της Αγγλίας είχε παρομοιάσει τα επιτόκια με το Table Mountain, την επίπεδη κορυφή του Κέιπ Τάουν, σε αντίθεση με το τριγωνικό Matterhorn. Η Christine Lagarde της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αύξησε τα επιτόκια και μίλησε για έναν «μακρύ αγώνα δρόμου». Οι διοικητές της Fed, κατά μέσο όρο, εκτίμησαν ότι το επιτόκιο αναφοράς τους (σήμερα 5,25%-5,50%) θα εξακολουθήσει να βρίσκεται πάνω από το 5% μέχρι το τέλος του 2024.
Για την αγορά ομολόγων, οι δηλώσεις απλώς επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες που είχαν διαμορφωθεί όλο το καλοκαίρι. Η απόδοση των διετών κρατικών ομολόγων, η οποία είναι ευαίσθητη στις βραχυπρόθεσμες προσδοκίες της νομισματικής πολιτικής, αυξήθηκε από 3,8% τον Μάιο σε 5,1%. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αναρριχήθηκαν με τη σειρά τους, και όχι μόνο στην Αμερική, όπου η απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο 16 ετών, στο 4,6%. Τα δεκαετή γερμανικά ομόλογα αποδίδουν τώρα 2,8%, περισσότερο από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο διάστημα από το 2011. Οι αποδόσεις των βρετανικών χρυσών ομολόγων βρίσκονται κοντά στο επίπεδο του περασμένου φθινοπώρου, το οποίο τότε διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα πωλήσεων σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές και κατάρρευσης της αγοράς.
Ταυτόχρονα, τροφοδοτούμενο από την εύρωστη οικονομία της Αμερικής και την προσδοκία ότι τα επιτόκιά της θα φτάσουν σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνα των άλλων χωρών, το δολάριο ενισχύθηκε. Ο DXY, ένα μέτρο της αξίας του σε σύγκριση με έξι άλλα σημαντικά νομίσματα, αυξήθηκε κατά 7% από το χαμηλό του τον Ιούλιο.
Σε σύγκριση με τις αγορές ομολόγων και συναλλάγματος, η χρηματιστηριακή αγορά άργησε να απορροφήσει την προοπτική των συνεχιζόμενων υψηλών επιτοκίων. Πράγματι, το κόστος δανεισμού δεν είναι ο μόνος παράγοντας. Οι επενδυτές είναι πολύ αισιόδοξοι με τις δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης και μιας ανθεκτικής αμερικανικής οικονομίας. Η προοπτική ταχέως αυξανόμενων κερδών, με άλλα λόγια, θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια ζωηρή χρηματιστηριακή αγορά, ακόμα και εν όψει της αυστηρής νομισματικής πολιτικής.
Ωστόσο, φαίνεται ότι και οι επενδυτές είχαν υιοθετήσει μια υπεραισιόδοξη άποψη για τα επιτόκια, και όχι μόνο επειδή η πιο πρόσφατη πτώση των τιμών προκλήθηκε από τις δηλώσεις των κεντρικών τραπεζιτών. Δεδομένου ότι οι μετοχές είναι πιο επικίνδυνες από τα ομόλογα, πρέπει να προσφέρουν υψηλότερη αναμενόμενη απόδοση ως αντιστάθμισμα. Η μέτρηση αυτής της πρόσθετης αναμενόμενης απόδοσης είναι δύσκολη, αλλά μια πρώτη ιδέα δίνεται με τη σύγκριση της απόδοσης των κερδών της χρηματιστηριακής αγοράς (αναμενόμενα κέρδη ανά μετοχή, διαιρούμενα με την τιμή της μετοχής) με την απόδοση των ασφαλέστερων κρατικών ομολόγων.
Αν το κάνετε αυτό με τον δείκτη S&P 500 και τα δεκαετή ομόλογα του Δημοσίου, το «χάσμα απόδοσης» μεταξύ των δύο έχει μειωθεί σε μόλις μία ποσοστιαία μονάδα, το χαμηλότερο ποσοστό από την εποχή της φούσκας των dotcom. Μια πιθανότητα είναι ότι οι επενδυτές είναι τόσο σίγουροι για τα υποκείμενα κέρδη των μετοχών τους, ώστε μετά βίας απαιτούν κάποια επιπλέον απόδοση για να καλύψουν τον κίνδυνο της απογοήτευσης. Ωστόσο, αυτό θα ήταν ένα περίεργο συμπέρασμα, να οδηγηθεί κανείς από την οικονομική ανάπτυξη που, αν και εύρωστη, πιθανώς δεν έχει ξεφύγει εντελώς από τον επιχειρηματικό κύκλο, όπως δείχνουν τα πρόσφατα απογοητευτικά στοιχεία για την καταναλωτική εμπιστοσύνη και την αγορά κατοικίας, ενώ θα ήταν ακόμη πιο περίεργο συμπέρασμα να εξαχθεί σε σχέση με τα κέρδη από την τεχνητή νοημοσύνη, μια τεχνολογία που αναπτύσσεται ακόμη και η επίδρασή της στα αποτελέσματα των επιχειρήσεων παραμένει ως επί το πλείστον αδοκίμαστη.
Η εναλλακτική είναι ότι μέχρι τώρα οι επενδυτές απλώς δεν πίστευαν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά για όσο καιρό αναμένει η αγορά ομολόγων -και οι κεντρικοί τραπεζίτες επιμένουν- ότι θα παραμείνουν. Αν ισχύει, και τώρα αρχίζουν να αμφιταλαντεύονται, οι επόμενοι μήνες θα μπορούσαν να είναι ακόμα σκληρότεροι.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com