THEPOWERGAME
Φόβοι για νέο κύμα «Δεν Πληρώνω» στην αγορά ενοικίασης κατοικιών, φοβούνται στην αγορά ακινήτων, καθώς τα ενοίκια συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, έστω και με ηπιότερο ρυθμό σε σχέση με τη διετία 2021-2022. Παράλληλα, η εκτόξευση του κόστους διαβίωσης, μέσω του πληθωρισμού τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, «τρώει» τα εισοδήματα των νοικοκυριών, μειώνοντας συνεχώς την αγοραστική τους δύναμη.
Το αποτέλεσμα είναι να ακυρώνονται εν τη γενέσει τους, οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες του προηγούμενου διαστήματος, στο μέτωπο της ενίσχυσης των εισοδημάτων, είτε μέσω της αύξησης του κατώτατου μισθού, είτε μέσω των διαφόρων «pass», αλλά και μέσω της μείωσης της φορολογίας.
Με βάση τις έρευνες της Eurostat, υπολογίζεται ότι όσοι μισθώνουν το ακίνητο στο οποίο μένουν, καλούνται να καταβάλουν περίπου το 75-80% του μηνιαίου τους εισοδήματος για την κάλυψη των αναγκών που απορρέουν από τη στέγασή τους (μαζί δηλαδή με έξοδα κοινοχρήστων, θέρμανσης και ΔΕΚΟ). Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο ποσοστό δεν μπορεί να διατηρηθεί επί μακρόν, χωρίς να δημιουργούνται σοβαρά ζητήματα οικονομικής επιβίωσης των ανθρώπων αυτών.
Σε πρόσφατη ανάλυσή της, η εταιρεία Recognyte σημείωσε ότι στην περιοχή της Αττικής εντοπίζεται και το σοβαρότερο ζήτημα, καθώς το μέσο ενοίκιο σε μηνιαία βάση διαμορφώνεται πλέον σε 684 ευρώ/μήνα. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται 8.208 ευρώ ετησίως μόνο για την καταβολή ενοικίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της φορολογικής διοίκησης, το μέσο κατά κεφαλήν δηλωθέν εισόδημα των φορολογούμενων στην Αττική διαμορφώνεται σε 23.430 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος φορολογούμενος, καλείται να πληρώσει το 35% των εισοδημάτων του σε ενοίκια, όταν με βάση την ορθή και συνιστώμενη πρακτική διαχείρισης, το ποσοστό αυτό δεν πρέπει να ξεπερνά το 30%.
Ασφαλώς, στην πραγματικότητα, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, μιας και οι περισσότεροι ιδιωτικοί υπάλληλοι αμείβονται με περίπου 1.000 ευρώ/μήνα καθαρών απολαβών, που μεταφράζεται σε 14.000 ευρώ ετήσιων καθαρών εισοδημάτων. Είναι λοιπόν προφανές ότι εργένηδες και μονομελή νοικοκυριά είναι σχεδόν αδύνατον να επιβιώσουν ως ενοικιαστές στην Αττική.
Έτσι εξηγείται και το γιατί όσοι νέοι δεν έχουν κάνει οικογένεια, εξακολουθούν να μένουν με τους γονείς τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2022 οι νέοι σε ολόκληρη την ΕΕ εγκατέλειψαν το πατρικό τους σπίτι κατά μέσο όρο σε ηλικία 26,4 ετών. Την ίδια στιγμή όμως στη χώρα μας ο μέσος Έλληνας και Ελληνίδα έφυγε από το σπίτι του σε ηλικία 30 ετών και 7 μηνών, που αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη ηλικία στην Ευρώπη, πίσω μόνο από την Κροατία και την Σλοβακία (33,4 και 30,8 έτη αντίστοιχα).
Οι εξελίξεις αυτές έχουν αρχίσει να γεννούν έντονη ανησυχία σε φορείς της αγοράς ακινήτων, που θεωρούν πως αν δεν υπάρξει σταθεροποίηση των τιμών των ενοικίων, αλλά και βελτίωση των οικονομικών των νοικοκυριών (π.χ. μέσω της υλοποίησης του κυβερνητικού προγράμματος που επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των μισθών), θα επιστρέψει ο «εφιάλτης» της περιόδου της κρίσης, όταν γιγαντώθηκαν τα «φέσια» σε ενοίκια, αλλά και λογαριασμούς ΔΕΚΟ.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έπληξε τις ενοικιάσεις κατοικιών ιδίως το διάστημα 2013-2017 και είχε σημαντικές παράπλευρες απώλειες, τόσο στην οικονομία όσο και στην αγορά ακινήτων ειδικότερα. Παρότι τα ενοίκια μειώθηκαν σημαντικά εκείνο το διάστημα, ένεκα της κρίσης, πολλά νοικοκυριά, υπό το βάρος της ανεργίας, της μείωσης των μισθών, αλλά και των σοβαρών καθυστερήσεων στις πληρωμές των μισθολογικών απολαβών από την πλευρά των επιχειρήσεων, αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, αναφορικά με το κόστος στέγασης, τόσο στο ενοίκιο, όσο και σε λογαριασμούς ΔΕΚΟ, ή κοινοχρήστων.
Το φαινόμενο αυτό έλαβε σημαντικές διαστάσεις και τα «απόνερά» του είναι ορατά ακόμα και σήμερα, στη συμπεριφορά πολλών ιδιοκτητών που εκμεταλλεύονται κατοικίες. Αρκετοί εξ αυτών στράφηκαν στη βραχυχρόνια μίσθωση, ενώ άλλοι επέλεξαν συνειδητά να κρατούν τα διαμερίσματά τους κλειστά, έχοντας υποστεί ζημίες αρκετών χιλιάδων ευρώ από ανείσπρακτες οφειλές, όπως επίσης και φθορές στα ακίνητά τους, τις οποίες αδυνατούν να επιδιορθώσουν. Έτσι, τα «φέσια» των προηγούμενων ετών έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη μείωση της προσφοράς διαμερισμάτων προς ενοικίαση, με αποτέλεσμα στην πράξη να ευθύνονται και για την κατακόρυφη αύξηση των ενοικίων, ιδίως από το 2018 και μέχρι σήμερα, όταν η οικονομία και η κτηματαγορά ξεκίνησαν την πορεία ανάκαμψής τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του δικτύου ηλεκτρονικών αγγελιών Spitogatos, οι μεγαλύτερες αυξήσεις των ζητούμενων ενοικίων εντοπίζονται στα βόρεια, τα δυτικά και τα ανατολικά προάστια της Αττικής, όπως επίσης και όπου από το 2019 έως και το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, παρατηρούνται αυξήσεις της τάξεως του 32% κατά μέσο όρο.
Στο κέντρο της Αθήνας, ο κύριος όγκος των αυξήσεων τιμών παρατηρήθηκε το διάστημα 2017-2019 όταν εκτινάχθηκε το φαινόμενο των βραχυχρόνιων μισθώσεων, περιορίζοντας απότομα την προσφορά κατοικιών. Έκτοτε, παρατηρείται σχετική σταθεροποίηση στο πολύ υψηλό επίπεδο των 9,5 ευρώ/τ.μ., που μεταφράζεται σε μηνιαία ενοίκια της τάξεως των 700-800 ευρώ για διαμερίσματα των 70-90 τ.μ. και ηλικίας άνω των 40 ετών.