THEPOWERGAME
Πριν από σχεδόν 25 χρόνια το βρετανικό περιοδικό Economist είχε χαρακτηρίσει τη Γερμανία ως τον «ασθενή του ευρώ», σε ένα πρωτοσέλιδο που έχει αφήσει εποχή. Ο συνδυασμός παραγόντων, όπως η επανένωση της Γερμανίας, η δύσκαμπτη αγορά εργασίας και η επιβράδυνση της ζήτησης για εξαγωγές, είχαν οδηγήσει σε τέλμα την οικονομία και την ανεργία σε διψήφιο ποσοστό. Μία σειρά μεταρρυθμίσεων στις αρχές του 2000 έφεραν μία νέα χρυσή εποχή. Η Γερμανία έγινε παγκόσμια εξαγωγική δύναμη και την περίοδο 2006-2017 είχε καλύτερες επιδόσεις από τις περισσότερες μεγάλες οικονομίες, ανταγωνιζόμενη τις ΗΠΑ.
Στην εποχή που διανύουμε, ο τίτλος του ασθενούς της Ευρώπης επανέρχεται στο προσκήνιο. Η γερμανική οικονομία έχει εμφανίσει τρία συνεχή τρίμηνα συρρίκνωσης του ΑΕΠ ή μηδενικής ανάπτυξης και ενδέχεται μέσα στο 2023 να είναι η μοναδική μεγάλη οικονομία που θα βρεθεί σε ύφεση. Σύμφωνα με την ING, η ασθενής ανάπτυξη, η επιδείνωση του κλίματος και οι απαισιόδοξες προβλέψεις τροφοδοτούν το debate για το κατά πόσο η Γερμανία μπορεί να βγάλει από πάνω της την ταμπέλα που της φόρεσε το 1999 ο Economist. Σε αυτά προστίθενται τα απογοητευτικά στοιχεία για τη γερμανική βιομηχανική παραγωγή, τα συνεχιζόμενα προβλήματα για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες και μία μεγάλη λίστα διαρθρωτικών προβλημάτων.
Καμία άλλη οικονομία της Ευρωζώνης δεν αντιμετωπίζει σήμερα τόσες πολλές προκλήσεις όσο η γερμανική, σημειώνει η ING. Εμπόδια κυκλικού χαρακτήρα, όπως οι επιπτώσεις της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, ο υψηλός πληθωρισμός και η εξασθένηση της κινεζικής οικονομίας, συνδυάζονται με δομικές προκλήσεις, όπως η ενεργειακή μετάβαση και οι μεταβολές στην παγκόσμια οικονομία, ενώ παρατηρείται και απουσία επενδύσεων στην ψηφιοποίηση, στις υποδομές και στην εκπαίδευση. Η ING ξεκαθαρίζει επίσης ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας είχε επιδεινωθεί πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας και την πανδημία.
Σε μεγάλο βαθμό, τα προβλήματα της Γερμανίας είναι εσωτερικά. Η διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας στον απόηχο της πανδημίας, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση έχουν απλώς αποκαλύψει αυτές τις διαρθρωτικές αδυναμίες της. Είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος της δημοσιονομικής λιτότητας και των λανθασμένων πολιτικών επιλογών της περασμένης δεκαετίας.
Τα μέτρα στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας και πέρυσι για την ενεργειακή κρίση βοήθησαν τη γερμανική οικονομία να αποφύγει την ύφεση. Ωστόσο, η ING προβλέπει ότι το γερμανικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 0,5% σε ολόκληρο το 2023 και θα συρρικνωθεί επίσης και το 2024, επανερχόμενο στα επίπεδα του 2019.
Η Γερμανία σήμερα ασθενεί εξαιτίας των δικών της επιλογών και χρειάζεται ένα νέο μεγάλο πακέτο μεταρρυθμίσεων, εκτιμά ο επικεφαλής ανάλυσης του οίκου Carsten Brzeski. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο παράγοντας που ανάγκασε τη Γερμανία να αναζητήσει λύσεις ήταν η ιστορικά υψηλή ανεργία. Επομένως, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τότε μέσω του πακέτου «Ατζέντα 2010» στόχευαν στην αγορά εργασίας. Σήμερα δεν υπάρχει ένας μοναδικός παράγοντας ανησυχίας.
Η μεγάλη διαφορά με το 2000 είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τότε συνέπεσαν με ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, που περιελάμβανε και την ευρωπαϊκή διεύρυνση που επέτρεψε στις γερμανικές βιομηχανίες να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε χώρες με χαμηλότερο εργατικό κόστος. Παράλληλα η Κίνα μεγάλωνε και η Γερμανία αποτέλεσε έναν πολύ καλό εμπορικό εταίρο, ενώ και κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους η πολιτική της ΕΚΤ να κρατήσει χαμηλά το ευρώ την ευνόησε.
Για να ξεπεράσει τη σημερινή κρίση, η Γερμανία χρειάζεται την «Ατζέντα 2030», με μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη και θα προσφέρουν στις επιχειρήσεις ασφάλεια και διαφάνεια, μειώνοντας και τη γραφειοκρατία. Όμως ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο, τονίζει η ING: οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια θα είναι αδύνατη όσο η δημοσιονομική λιτότητα θα παραμένει η κυρίαρχη τάση και η Γερμανία οδηγείται σε μία μακρά περίοδο οικονομικής στασιμότητας.