THEPOWERGAME
Το αρνητικό αντίκτυπο του υψηλού κόστους ενέργειας στην ανταγωνιστικότητα τους αναγκάζει βιομηχανικούς ομίλους της Γερμανίας να δρομολογήσουν τη μεταφορά της παραγωγής τους στο εξωτερικό. Παράγοντες της μεταποίησης στη Γερμανία εκφράζουν την απογοήτευση τους για τις επιπτώσεις της πράσινης μετάβασης που επιχειρεί το Βερολίνο καθώς η συμβολή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας θα αρχίζουν να γίνονται αισθητές από το 2027.
Πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η γερμανική οικονομία βρίσκονταν σε προνομιακή θέση διότι προμηθεύονταν φυσικό αέριο από την Gazprom έναντι ελκυστικού αντίτιμου καθώς οι τιμές ήταν χαμηλές. Αλλά η απόφαση του Κρεμλίνου να ανοίξει το μεγαλύτερο πολεμικό μέτωπο στην ανατολική Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στην κατάρρευση των σχέσεων με τη Δύση. Έκτοτε η Ευρώπη έχει αναζητήσει εναλλακτικούς προμηθευτές και έχει επισπεύσει την μετάβαση σε ΑΠΕ.
Μολονότι σήμερα οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν σταθεροποιηθεί σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το α’ εξάμηνο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το κόστος της ενέργειας παραμένει υψηλό επειδή είναι οι διαθέσιμες πηγές ενέργειας είναι λιγότερες για την Ευρώπη.
Προκειμένου να στηρίξει τον μεταποιητικό κλάδο, η κυβέρνηση της Γερμανίας εξετάζει την υιοθέτηση ενός προσωρινού πλαφόν στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος της τάξεως των 5 σεντς την κιλοβατώρα που θα ισχύει για κάποιες μεγάλες εταιρείες που αντιμετωπίζουν διεθνή ανταγωνισμό. Ένα τέτοιο μέτρο εκτιμάται πως θα κοστίσει στον προϋπολογισμό της Γερμανίας πάνω από 20 δισ. ευρώ.
Είναι ένα πρόσθετο κονδύλι που θα προστεθεί στις υπέρογκες επιδοτήσεις, έμμεσες και άμεσες, που έχουν ήδη χορηγηθεί για την καταπολέμηση της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης που ξέσπασε, παγκοσμίως, μετά την κατάρρευση της ενεργειακής συνεργασίας των κρατών-μελών της Ε.Ε με την Gazprom, το κρατικό μονοπώλιο φυσικού αερίου της Ρωσίας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η Γερμανία παραχώρησε συνολικές επιδοτήσεις της τάξεως των 129 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια του 2022, αντικατοπτρίζοντας το 35 του ΑΕΠ.
Παρά, όμως, τη κρατική στήριξη και την υποχώρηση των τιμών του φυσικού αερίου στα 36 ευρώ τη μεγαβατώρα στην ολλανδική αγορά TTF από τα σχεδόν 335 ευρώ που ίσχυαν περίπου έναν χρόνο πριν, ο ιδιωτικός κλάδος εξακολουθεί να αγκομαχά λόγω της ακρίβειας και της αβεβαιότητας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι οι τιμές του φυσικού αερίου κινούνταν κάτω από τα 20 ευρώ τη μεγαβατώρα κατά τη διάρκεια του 2019, δηλαδή πριν την πανδημία της νόσου Covid-19. Οι τιμές ενέργειας στη Γερμανία είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Έκθεση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Γερμανίας, η οποία δόθηκε αυτήν την εβδομάδα στη δημοσιότητα, έδειξε πως σχεδόν το ένα τρίτο των εταιρειών στον μεταποιητικό κλάδο εξετάζουν ή προχωρούν ήδη στην αύξηση της παραγωγής σε τρίτες χώρες με ελκυστικότερο κόστος ενέργειας.
«Η εμπιστοσύνη της γερμανικής οικονομίας στην ενεργειακή πολιτική κινείται σε πολύ χαμηλό επίπεδο» σχολίασε ο πρόεδρος του επιμελητηρίου, Ακίμ Ντέρκς, στο πρακτορείο Bloomberg. «Ουδέποτε ήταν τόσο μεγάλες οι ανησυχίες για την ανταγωνιστικότητα», πρόσθεσε ο ίδιος.
Εδώ και ένα 12μήνο, ο δείκτης Υπευθύνων Προμηθευτών (ΡΜΙ) της κινείται κάτω από το 50 που είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Απογοητευτική, όμως, είναι η γενικότερη εικόνα της γερμανικής οικονομίας, της ισχυρότερης στην Ευρωζώνη.
Εν όψει του Σεπτεμβρίου, η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε στο -25,5 από το αναθεωρημένο -24,6 που είχε καταγραφεί για τον Αύγουστο. Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάιο, σύμφωνα με τον δείκτη της GfK. «Μειώνονται δραματικά οι πιθανότητες μιας ανάκαμψης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης έως τα τέλη του έτους», σχολίασε ο Ραλφ Μπριούκλ, στέλεχος της εταιρείας αναλύσεων GfK. Δεν είναι τυχαίο που η Γερμανία είναι μοναδική στην Ευρώπη όπου αναμένεται να καταγράψει συρρίκνωση κατά τη διάρκεια του 2023.