THEPOWERGAME
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) βρίσκεται και πάλι σε δύσκολη θέση και αυτήν τη φορά τα άσχημα νέα δεν προέρχονται από την Ελλάδα, την Ιταλία ή οποιονδήποτε από τους… συνήθεις υπόπτους στον φτωχότερο Νότο, αλλά από τη Γερμανία, που είναι και πάλι ο «ασθενής» της Ευρώπης.
Όπως σημειώνει το Reuters, το μεγαλύτερο μέλος και υποτιθέμενη «ατμομηχανή» της Ευρώπης, η Γερμανία, έχει πληγεί από ένα τοξικό μείγμα αδύναμων εμπορικών συναλλαγών με τον βασικό εταίρο της, την Κίνα, την ύφεση στους μεγάλους τομείς της μεταποίησης και των κατασκευών και ακόμη και κάποια υπαρξιακά ερωτήματα σχετικά με ένα επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στα φθηνά καύσιμα από τη Ρωσία.
Τα προβλήματα στη Γερμανία εμποδίζουν την ανάπτυξη της Ευρωζώνης στο σύνολό της και απειλούν να την ωθήσουν σε ύφεση, αντί για την «ήπια προσγείωση» με μέτρια ανάπτυξη και πληθωρισμό που είχε προβλέψει η ΕΚΤ και για την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να ελπίζουν.
Αυτό αναγκάζει την ΕΚΤ να αλλάξει στάση -από το να αποκλείει μια παύση στο πιο απότομο και μακρύτερο σερί αυξήσεων των επιτοκίων της, στο να μιλά ανοιχτά για μια τέτοια αύξηση ήδη από τον επόμενο μήνα.
Και η αγορά πιστεύει ότι η κεντρική τράπεζα ίσως χρειαστεί να αναιρέσει κάποιες από αυτές τις αυξήσεις μάλλον νωρίτερα, παρά αργότερα, όπως ακριβώς έκανε κατά τον τελευταίο κύκλο σύσφιγξης το 2011, όταν οι κρίσεις χρέους στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Κύπρο συνοδεύτηκαν από μια ευρύτερη ύφεση.
«Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ των συνθηκών του 2011 και τώρα», δήλωσε ο Ρίτσαρντ Πόρτες, καθηγητής οικονομικών στο London Business School. «Υπήρξε ένα σημαντικό σοκ στην προσφορά και ο πληθωρισμός ήταν σαφές ότι θα ήταν πολύ βραχύβιος».
«Ασθενής» της Ευρώπης και πάλι η Γερμανία
Σε αντίθεση με τότε, η Γερμανία και όχι η νότια Ευρώπη βρίσκεται στο επίκεντρο του προβλήματος, κάνοντας πολλούς σχολιαστές να ξεσκονίσουν το προσωνύμιο «ασθενής της Ευρώπης», που χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί στη χώρα αυτήν στα πρώτα χρόνια του νέου αιώνα για τελευταία φορά.
Με ειρωνεία, η έκφραση θα έπρεπε να είχε επινοηθεί από τον αυτοκράτορα Νικόλαο Α’ της Ρωσίας για να περιγράψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα.
Ορισμένες από τις σημερινές κακοτυχίες της Γερμανίας προέρχονται επίσης από τη Ρωσία, από την οποία το Βερολίνο εξαρτούσε το ένα τρίτο του ενεργειακού του εφοδιασμού, μέχρι που η εισβολή στην Ουκρανία έθεσε σε κίνδυνο αυτές τις φθηνές εισαγωγές.
Άλλες είναι βαθύτερες και είναι εγχώριες και σχετίζονται με την υπερβολική εξάρτησή της από τις εξαγωγές, την έλλειψη επενδύσεων και την έλλειψη εργατικού δυναμικού.
«Εάν η κυβέρνηση δεν λάβει αποφασιστικά μέτρα, η Γερμανία είναι πιθανό να παραμείνει τελευταία στον πίνακα ανάπτυξης της Ευρωζώνης», δήλωσε ο Ralph Solveen, οικονομολόγος της Commerzbank.
Αλλά τουλάχιστον ορισμένα από τα προβλήματα της Γερμανίας μπορούν να αποδοθούν στην αυστηρότερη νομισματική πολιτική.
Η κεντρική τράπεζα έχει συνειδητά περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα μέσω υψηλότερων επιτοκίων, σε μια προσπάθεια να φέρει τον πληθωρισμό, ο οποίος κάποια στιγμή πέρυσι ήταν διψήφιος, στον στόχο του 2%.
Το υψηλότερο κόστος δανεισμού πλήττει ιδιαίτερα τους κατασκευαστές, επειδή εξαρτώνται από τις επενδύσεις, και καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν έχει μεγαλύτερο βιομηχανικό τομέα από τη Γερμανία.
«Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής επειδή η Γερμανία βρίσκεται σε δύσκολη θέση δεν θα ήταν συνετή, αλλά η σύσφιγξή της θα πρόσθετε μακροοικονομικές πιέσεις στις πιέσεις σε μικροεπίπεδο, που ταλανίζουν την οικονομία», πρόσθεσε ο Πόρτες.
Αυτό θέτει την ΕΚΤ σε μια κατάσταση όπου θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο ολοκλήρωσης του κύκλου σύσφιγξής της προτού γίνει μάρτυρας της συνεχούς πτώσης του βασικού πληθωρισμού, που ανέφερε ότι επιθυμούσε να δει.
Η πραγματοποίηση μιας τέτοιας σαφούς σύνδεσης μεταξύ του υποκείμενου πληθωρισμού και της ανάγκης για συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων μπορεί να αποδειχθεί δυσάρεστη για την ΕΚΤ, η οποία προσπαθεί τώρα να μετατοπίσει την έμφαση από την αύξηση του κόστους δανεισμού στην απλή διατήρησή του σε υψηλά επίπεδα.
«Έκαναν λάθος που έδωσαν υπερβολική έμφαση στον υποκείμενο πληθωρισμό», δήλωσε ο Carsten Brzeski, παγκόσμιος επικεφαλής μακροοικονομικών της ING Research. «Ο κίνδυνος είναι ότι έχουν ήδη πάει πολύ μακριά».
Για τον Ricardo Reis, καθηγητή στο London School of Economics, η ΕΚΤ έπρεπε να αρχίσει να εξετάζει την αναμενόμενη πορεία του πληθωρισμού «σε 12 ή 18 μήνες από τώρα» -όπως παραδοσιακά έκανε- και όχι στις τρέχουσες μετρήσεις.
Υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
Το πρώτο σημάδι αλλαγής του αφηγήματος ξεκίνησε στην τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ πριν από δύο εβδομάδες και αιφνιδίασε τις αγορές.
Αφού δήλωσε τον Ιούνιο ότι η ΕΚΤ «ούτε καν σκέφτεται να σταματήσει» τις αυξήσεις των επιτοκίων της, η Λαγκάρντ άλλαξε ρότα στην τελευταία συνέντευξη Τύπου, φτάνοντας στο σημείο να πει ότι δεν πιστεύει ότι η κεντρική τράπεζα έχει περισσότερο έδαφος να καλύψει «σε αυτό το σημείο».
Ημέρες αργότερα -και αφού τα στοιχεία έδειξαν ότι ο πληθωρισμός, εξαιρουμένων των ενεργειακών προϊόντων, των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού, είχε κολλήσει στο 5,5%-, η ΕΚΤ επέλεξε να τονίσει ότι οι περισσότερες άλλες μετρήσεις των υποκείμενων τιμών είχαν δείξει σημάδια χαλάρωσης.
Και το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Φάμπιο Πανέτα, έκανε τότε λόγο για «επιμονή» στη διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα, αντί για περαιτέρω αύξησή τους.
Όλα αυτά δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μια πιθανή παύση στις αυξήσεις των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο, πιθανότατα σε συνδυασμό με την επιλογή να επανέλθει για περισσότερες αν χρειαστεί και τη δέσμευση να διατηρηθεί το κόστος δανεισμού σε υψηλά επίπεδα για κάποιο χρονικό διάστημα.
Αλλά οι αγορές αμφισβητούν ακόμη και το σενάριο των υψηλών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με σημαντικές μειώσεις επιτοκίων να έχουν τιμολογηθεί για το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους.
«Συνεχίζουμε να αναμένουμε ότι η ΕΚΤ θα κάνει σημαντική στροφή τους επόμενους μήνες, χωρίς περαιτέρω αυξήσεις φέτος και με τον Μάρτιο να ξεκινά μια σειρά μειώσεων επιτοκίων», ανέφεραν οι οικονομολόγοι της ABN-AMRO.