THEPOWERGAME
Αντιμέτωπη με πιο ευνοϊκές συνθήκες στην προμήθεια πρώτων υλών, λόγω της πτώσης της τιμής στο γάλα, και με μικρότερη πίεση στα περιθώρια κέρδους σε σχέση με πέρυσι, η ΜΕΒΓΑΛ προσηλώνεται στους στρατηγικούς της στόχους, με έμφαση στην περαιτέρω επέκταση στο εξωτερικό, απ’ όπου αντλεί σήμερα το 37,4% του τζίρου της.
Οι ενδείξεις το 2023 είναι θετικές, τόσο σε επίπεδο πωλήσεων, όσο και σε επίπεδο μεικτού περιθωρίου κέρδους και λειτουργικού αποτελέσματος, ενθαρρύνοντας τα σχέδια της διοίκησης, με επικεφαλής του ΔΣ τη Μαίρη Χατζάκου και αντιπρόεδρο τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο (που απέκτησε 21,6% των μετοχών το 2021).
Η ΜΕΒΓΑΛ, η μεγαλύτερη γαλακτοβιομηχανία της Βόρειας Ελλάδας και η 4η μεγαλύτερη γαλακτοβιομηχανία στη χώρα, πέτυχε πέρυσι ανάπτυξη 14,73% στην εγχώρια αγορά και 25,92% στις αγορές του εξωτερικού. Ενίσχυσε τα μερίδιά της, σύμφωνα με τη Nielsen, σε μια χρονιά που η αγορά γαλακτοκομικών ενισχύθηκε κατά 6,1% και ενισχύθηκε και ο ανταγωνισμός από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Ειδικότερα, η αγορά του γάλακτος σημείωσε αύξηση +8,2% σε αξία και υστέρηση -4,7% σε όγκο, η αγορά της γιαούρτης σημείωσε αύξηση +6% σε αξία και υστέρηση -5,2% σε όγκο, ενώ η αγορά των επιδορπίων ενισχύθηκε +14,8% σε αξία και +6,8% σε όγκο και η αγορά των τυποποιημένων τυροκομικών ενισχύθηκε σε αξία +8% και υποχώρησε σε όγκο -11,4%.
Σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της ΜΕΒΓΑΛ, που δημοσιεύθηκαν χθες στο ΓΕΜΗ, η εταιρεία έκλεισε το 2022 με κύκλο εργασιών 153,8 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 18,68%. Ωστόσο, τα υψηλά ενεργειακά κόστη, οι πληθωριστικές πιέσεις και οι ακριβές πρώτες ύλες είχαν αποτύπωμα στην κερδοφορία της. Το ποσοστό μεικτού κέρδους της εταιρείας και του ομίλου διαμορφώθηκε στο 17,38%, παρουσιάζοντας μείωση κατά 4,3%, έναντι 21,67% της προηγούμενης χρήσης, κυρίως λόγω αυξημένου κόστους αναλωθέντων αποθεμάτων και ενέργειας. Τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) σε επίπεδο εταιρείας διαμορφώθηκαν σε 7,6 εκατ. ευρώ, έναντι 8,1 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος, ενώ σε επίπεδο ομίλου ανήλθαν σε 7,6 εκατ. ευρώ, έναντι 8 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους της εταιρείας διαμορφώθηκαν σε 118 χιλ. ευρώ, από 1,4 εκατ. ευρώ (αναπροσαρμοσμένο) στην προηγούμενη χρήση, και για τον όμιλο σε 89 χιλ. ευρώ, από 1,4 εκατ. ευρώ (αναπροσαρμοσμένο) αντίστοιχα.
Ομολογιακό 59 εκατ. ευρώ για αναδιάρθρωση δανεισμού
Σημειώνεται ότι τον Δεκέμβριο του 2022 υπογράφηκε με τις πιστώτριες τράπεζες Eurobank, Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος η έκδοση ομολογιακού δανείου 59 εκατ. ευρώ, με το οποίο αναδιαρθρώθηκε ο μακροπρόθεσμος δανεισμός της ΜΕΒΓΑΛ. Σκοπός του δανείου είναι η αναχρηματοδότηση μέχρι ποσού 46,7 εκατ. ευρώ του κοινού ομολογιακού δανείου ύψους 54,3 εκατ. ευρώ (οι όροι του οποίου είχαν αποφασιστεί το 2017), η κάλυψη μέχρι ποσού 3,3 εκατ. ευρώ γενικών επιχειρηματικών σκοπών και η χρηματοδότηση του επενδυτικού σχεδίου για την επέκταση της δυναμικότητας της μονάδας παραγωγής γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων, συνολικού ύψους 9 εκατ. ευρώ, που έχει υπαχθεί στον αναπτυξιακό νόμο 4399/2016. Επιπλέον, με την απόφαση του ΔΣ 22.3.2023 η εταιρεία προέβη στην έκδοση ομολογιακού δανείου ύψους 6,8 εκατ. ευρώ, για επένδυση στο πλαίσιο επέκτασης της δυναμικότητας του τυροκομείου, μέσω δράσης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η επένδυση στη φέτα
Σημειώνεται ότι ολοκληρώθηκαν τον τελευταίο χρόνο επενδύσεις στο εργοστάσιο παραγωγής φέτας, ύψους περίπου 5 εκατ. ευρώ. Πρόκειται να ενισχύσουν τη δυναμικότητα της μονάδας, πριμοδοτώντας τη θέση της ΜΕΒΓΑΛ στην εγχώρια αγορά, σε μια χρονιά που ενισχύει τον ανταγωνισμό η επιστροφή της ΑΓΝΟ στα ράφια των σούπερ μάρκετ, μέσω του ομίλου Ελληνικά Γαλακτοκομεία (Όλυμπος) της οικογένειας Σαράντη. Επιπλέον, οι επενδύσεις ενθαρρύνουν τα σχέδια της γαλακτοβιομηχανίας για αύξηση εξαγωγών και διείσδυση σε νέες αγορές και κανάλια διανομής. Ας σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά σε πωλήσεις εκτός Ελλάδας, με τις εξαγωγές -κυρίως βιολογικής φέτας- να φθάνουν τα 9 εκατ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι σήμερα η ΜΕΒΓΑΛ συνεργάζεται με 54 φάρμες αγελαδινού γάλακτος, που αποδίδουν 70.000 τόνους τον χρόνο, και με 450 φάρμες αιγοπρόβειου γάλακτος, δυνατότητας παραγωγής 16.000 τόνων. Απασχολεί 590 εργαζομένους και διαθέτει 7 υποκαταστήματα, 54 αντιπροσώπους και δίκτυο με περισσότερα από 17.000 σημεία πώλησης στην ελληνική αγορά.