THEPOWERGAME
Η επαναφορά του ελαιολάδου στην 3η θέση στις εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων, για πρώτη φορά μετά το 2018, η υψηλή πτήση των οπωροκηπευτικών προς τα 3 δισ. ευρώ, η υπέρβαση του 1 δισ. ευρώ τόσο από τα γαλακτοκομικά προϊόντα, όσο και το ελαιόλαδο και η υποχώρηση των αλιευμάτων στην 4η θέση είναι τα βασικά συμπεράσματα για τις ελληνικές εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων σε αξία το 2022, σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Το ισοζύγιο αγροδιατροφικών προϊόντων, μετά τα δύο χρόνια της πανδημίας, επανήλθε σε αρνητικό έδαφος (-300 εκατ. ευρώ). «Ενώ οι εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων έχουν πολύ καλή δυναμική από την έναρξη της οικονομικής κρίσεως (2009) και έχουν αντεπεξέλθει πολύ καλά και στην κρίση της πανδημίας και στον πόλεμο της Ουκρανίας, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν το πλεόνασμα που δημιουργήθηκε το 2020 (520 εκατ. ευρώ) και συνεχίστηκε το 2021 (490 εκατ. ευρώ)», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο ερευνητής του ΚΕΠΕ, Αθανάσιος Χύμης.
Ο τουρισμός αύξησε τις εισαγωγές, ενώ ο πληθωρισμός και εισαγωγές και εξαγωγές
Οι εισαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων αυξήθηκαν στα 10,2 δισ. ευρώ το 2022, από 7,86 δισ. ευρώ το 2021, ενώ σε θετικό έδαφος κινήθηκαν και οι εξαγωγές, φτάνοντας μια ανάσα από τα 10 δισ. (9,91 δισ.), από 8,35 δισ. ευρώ το 2021. Σε επίπεδο 15ετίας, πάντως (2008-22), οι εξαγωγές επιδεικνύουν αξιοσημείωτη δυναμική, έχοντας υπερδιπλασιαστεί, καθώς το 2008 μόλις ανέρχονταν στα 4,01 δισ. ευρώ. Αντίθετα, οι εισαγωγές κινούνται την αντίστοιχη περίοδο στην περιοχή των 7-8 δισ. ευρώ και μόνο πέρυσι υπερέβησαν το κατώφλι των 10 δισ., λόγω της επανόδου του τουρισμού και βεβαίως του πληθωρισμού, ο οποίος φυσικά επηρέασε και τις εξαγωγές.
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του ελαιολάδου και του βαμβακιού, που επισημαίνει ο κ. Αθ. Χύμης: το 2022 το μεν βαμβάκι παρουσίασε μείωση 6,9% σε αξία εξαγωγών και η άνοδος της τιμής συγκράτησε τη μεγάλη πτώση 28,3% στην εξαγόμενη ποσότητα, το δε ελαιόλαδο, καθαρά χάρη στην άνοδο της τιμής του, αύξησε την εξαγόμενη αξία κατά 40,6%, όταν η εξαγόμενη ποσότητα αυξήθηκε μόλις κατά 4,3%.
Το χρηματιστήριο των προϊόντων
Όσον αφορά τη δυναμική των επιμέρους κλάδων, στις μεν εξαγωγές τα οπωροκηπευτικά παραμένουν ο κυρίαρχος του αγροδιατροφικού τομέα, στις δε εισαγωγές η Ελλάδα παραμένει σταθερά ελλειμματική στο κρέας.
Αναλυτικά, στις εξαγωγές την 1η θέση διατηρούν σταθερά τα οπωροκηπευτικά, με τις εξαγωγές τους να ανέρχονται το 2022 σε αξία στα 2,868 δισ. ευρώ, από 2,514 δισ. ευρώ το 2021 και 1,346 δισ. ευρώ το 2008.
Στη 2η θέση έχουν εκτιναχθεί τα γαλακτοκομικά, που «έσπασαν» πέρυσι το φράγμα του 1 δισ. ευρώ, φτάνοντας στο 1,117 δισ. ευρώ, από 920 εκατ. ευρώ το 2021 και μόλις 275 εκατ. ευρώ το 2008.
Το ελαιόλαδο επανήλθε στην 3η θέση επίσης, υπερβαίνοντας το όριο του 1 δισ. ευρώ, από 745 εκατ. ευρώ το 2021 και 333 εκατ. ευρώ το 2008.
Τα αλιεύματα υποχώρησαν στην 4η θέση, με 940 εκατ. ευρώ, παρά την αύξηση από τα 807 εκατ. ευρώ του 2021, ενώ το 2008 οι εξαγωγές τους ανέρχονταν στα 449 εκατ. ευρώ.
Ο καπνός ανέβηκε στην 5η θέση με 798 εκατ. ευρώ, από 629 εκατ. ευρώ το 2021 και 416 εκατ. ευρώ το 2008.
Στην 6η θέση ανέβηκαν τα δημητριακά, με εξαγωγές 777 εκατ. ευρώ, από 611 εκατ. ευρώ το 2021 και 315 εκατ. ευρώ το 2008.
Στην 7η θέση υποχώρησε (από την 5η θέση πρόπερσι) το βαμβάκι, με εξαγωγές 638 εκατ. ευρώ, από 685 εκατ. ευρώ το 2021 και μόλις 236 εκατ. ευρώ το 2008.
Πάνω από 1,5 δισ. οι εισαγωγές κρέατος
Στις εισαγωγές, το κρέας διατηρεί σταθερά την 1η θέση τα τελευταία 15 χρόνια. Το 2022 οι εισαγωγές ανήλθαν στο 1,582 δισ. ευρώ, από 1,218 δισ. ευρώ το 2021 και 1,211 δισ. ευρώ το 2008. Πέρυσι ήταν, πάντως, αυξημένες και οι εξαγωγές κρέατος, στα 241 εκατ. ευρώ, από 189 εκατ. ευρώ το 2021 και μόλις 76 εκατ. ευρώ το 2008.
Εξίσου σταθερά είναι και τα γαλακτοκομικά, στη 2η θέση. Οι εισαγωγές ανήλθαν πέρυσι στο 1,297 δισ. ευρώ, από 934 εκατ. ευρώ το 2021 και 808 εκατ. ευρώ το 2008.
Στην 3η θέση ανέβηκαν πέρυσι τα δημητριακά, με 1,081 δισ. ευρώ, από 831 εκατ. ευρώ το 2021 και 681 εκατ. ευρώ το 2008.
Στην 4η θέση υποχώρησαν τα οπωροκηπευτικά, με εισαγωγές 1,061 δισ. ευρώ, από 898 εκατ. ευρώ το 2021 και 786 εκατ. ευρώ το 2008.
Στην 5η θέση ήταν οι ζωοτροφές, με 811 εκατ. ευρώ, από 659 εκατ. ευρώ το 2021 και 406 εκατ. ευρώ το 2008.
Ακολουθούν τα αλιεύματα, με εισαγωγές 706 εκατ. ευρώ (2021: 544 εκατ., 2008: 428 εκατ. ευρώ), ο καφές, το τσάι και άλλα ροφήματα με 617 εκατ. ευρώ (2021: 502 εκατ., 2008: 365 εκατ. ευρώ) και τα έλαια με 568 εκατ. ευρώ (2021: 367 εκατ. ευρώ, 2008: 290 εκατ. ευρώ).
Πώς θα επιτευχθεί βιώσιμο πλεόνασμα στο εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων
«Το βαμβάκι και το ελαιόλαδο, όσο καλά και να πάνε εξαγωγικά, κάποιες χρονιές δεν επαρκούν για να διατηρηθεί το εμπορικό πλεόνασμα. Η παρούσα αύξηση των τιμών οφείλεται κυρίως σε διεθνείς συνθήκες και στον πληθωρισμό και όχι στις εγχώριες μεταποιητικές δράσεις αύξησης της προστιθέμενης αξίας των συγκεκριμένων προϊόντων. Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι το ενδεχόμενο πλεόνασμα που μπορεί να παρουσιαστεί κάποιες χρονιές οφείλεται κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες. Έτσι έγινε το 2020 και το 2021, όταν η διεθνής κρίση της πανδημίας μείωσε την ανάγκη εισαγωγών λόγω περιορισμού των τουριστικών ροών», επισημαίνει ο ερευνητής του ΚΕΠΕ, Αθ. Χύμης, σχολιάζοντας την πορεία του ισοζυγίου, και προσθέτει:
«Για να επιτευχθεί βιώσιμο πλεόνασμα στο εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων, απαιτούνται συγκεκριμένες δράσεις από τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα. Συγκεκριμένα, απαιτείται ενίσχυση της κτηνοτροφικής παραγωγής, είτε για εγχώρια κατανάλωση και άρα μείωση των εισαγωγών, είτε προς εξαγωγή ποιοτικού προϊόντος υψηλής διατροφικής και, κατ’ επέκταση, χρηματικής αξίας.
Επίσης, στο βαμβάκι απαιτείται σειρά ενεργειών, ώστε να μη χάνει την ποιότητά του μετά τη συγκομιδή του. Αυτό, για να γίνει, χρειάζεται οργάνωση και συνεργασία όλης της παραγωγικής αλυσίδας, δηλαδή των παραγωγών, των εκκοκκιστών και των εμπόρων, με ταυτόχρονη συνεργασία με το κέντρο ποιοτικού ελέγχου, τυποποίησης και ταξινόμησης βάμβακος.
Τέλος, υπάρχει γενικά η ανάγκη για καλύτερη οργάνωση της μεταποιητικής διαδικασίας των περισσότερων προϊόντων και ιδιαίτερα των εξαγώγιμων, έτσι ώστε η τυποποίηση, πιστοποίηση και συσκευασία να προωθούν την επίτευξη υψηλότερης ποιότητας προϊόντος, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο τις κατάλληλες συνθήκες για αύξηση της τιμής των εξαγώγιμων ποσοτήτων».