THEPOWERGAME
Οι επιπτώσεις από τη γεωπολιτική αντιπαλότητα ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ουάσιγκτον αφήνουν το αποτύπωμά τους στην πραγματική οικονομία, επηρεάζοντας πια σε πρακτικό επίπεδο τον σχεδιασμό των εταιρειών. Μετά τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εναντίον του Πεκίνου και τους περιορισμούς στην προμήθεια τεχνολογικού εξοπλισμού από αμερικανικές σε κινεζικές εταιρείες που επέβαλε η νυν κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, παρατηρείται μειωμένη δραστηριότητα στη σύναψη συμφωνιών.
Οι εξαγορές και συγχωνεύσεις (Μ&Α) στις ΗΠΑ από κινεζικά επιχειρηματικά συμφέροντα διαμορφώθηκαν στα 221 εκατ. δολάρια από τις αρχές του 2023 έως τα τέλη Ιουνίου, αντανακλώντας τους βραδύτερους ρυθμούς από το 2006, σύμφωνα με στοιχεία της Dealogic και τους Financial Times. Πρόκειται για μεγάλη πτώση του όγκου των Μ&Α σε σχέση τα 3,4 δισ. δολάρια που είχαν σημειωθεί έναν χρόνο πριν.
Ανάλογες είναι οι τάσεις που επικρατούν και στην Ευρώπη. Στη Γερμανία οι συμφωνίες από Κινέζους περιορίστηκαν στα 189 εκατ. δολάρια, αποτελώντας το χαμηλότερο επίπεδο εδώ και πάνω από μια δεκαετία, όταν στην Αυστραλία και τη Βρετανία έφθασαν τα 228 εκατ. και 503 εκατ. δολάρια, αντίστοιχα.
Εδώ και καιρό οι ΗΠΑ ασκούν πιέσεις στους συμμάχους τους, προκειμένου να υιοθετήσουν μια ακόμη πιο αυστηρή στάση έναντι της Κίνας. Η πόλωση μεταξύ των δύο δυνάμεων επεκτείνεται σχεδόν σε όλα τα μέτωπα της πολιτικής και οικονομικής ζωής. Εκτός της συμπαράστασης που παρέχει η Ουάσιγκτον στην Ταϊβάν, προκαλώντας τη μεγάλη δυσαρέσκεια του Πεκίνου, η αντιπαλότητα αυτή βαραίνει τις μεταξύ τους οικονομικές σχέσεις. Δασμοί, αντίποινα, περιορισμοί στη μεταφορά τεχνολογίας και κατηγορίες κατασκοπείας, αποτελούν εμπόδια στην εξομάλυνση του κλίματος.
Αν και η Ευρώπη τάσσεται υπέρ της διατήρησης διαύλων επικοινωνίας, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Ιταλία έχουν λάβει πρωτοβουλίες για τη θωράκιση κρίσιμων κλάδων των οικονομιών τους, όπως η παραγωγή των τσιπ και οι υποδομές. Ακόμη και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη Γερμανία είναι πια διστακτικές στην έκθεσή τους στην κινεζική οικονομία. Πέρυσι τον Οκτώβριο ο Γιόργκ Ουίτκε, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της ΕΕ στην Κίνα, είχε πει πως «αυτή η σχέση αγάπης χάθηκε».
Μέτρα προστατευτισμού, όμως, έχουν επιβληθεί και από την πλευρά της Κίνας. Τον περασμένο μήνα αναγγέλθηκαν περιορισμοί στις εξαγωγές δύο βασικών μετάλλων, του γάλλιου και του γερμανίου, που είναι απαραίτητα στην παραγωγή τσιπ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δημιουργείται ένα αρνητικό κλίμα για τη σύναψη συμφωνιών, καθώς οι εταιρείες δεν γνωρίζουν σε ποιο γεωπολιτικό εμπόδιο μπορεί να «σκοντάψουν». Μόλις τον Ιούνιο, η Ιταλία μπλόκαρε τη διεύρυνση της σφαίρας επιρροής στην εταιρεία ελαστικών Pirelli από κρατική εταιρεία της Κίνας.
«Γίνονται επαφές, αλλά είναι ξεκάθαρο πως ο όγκος των συμφωνιών έχει υποχωρήσει, καθώς οι παρεμβάσεις από τις ρυθμιστικές Αρχές γίνονται συχνότερες», δήλωσε ένας τραπεζίτης σε διεθνή τράπεζα της Ασίας. «Υπάρχουν πολλές εταιρείες από την Κίνα που θα ήθελαν να συνάψουν συμφωνίες στον τομέα των βασικών υλών στον Καναδά, την Αυστραλία και τη Βόρειο Αμερική, αλλά είναι δύσκολο σε αυτό το περιβάλλον».