THEPOWERGAME
Τους παράγοντες που οδήγησαν στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τον γερμανικό οίκο αξιολόγησης Scope Ratings, ανέλυσε σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τονίζοντας ιδιαίτερα τον ρόλο που έπαιξαν η μείωση του χρέους, οι διαρθρωτικές αλλαγές και η ευρωπαϊκή υποστήριξη προς την Ελλάδα.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει το υπουργείο, ο γερμανικός οίκος Scope Ratings ανακοίνωσε χθες την αναβάθμιση του αξιόχρεου του ελληνικού δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα BBB- με σταθερή προοπτική, από ΒΒ+ με θετική προοπτική προηγουμένως.
Πρόκειται για τη δεύτερη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα μέσα στην εβδομάδα (προηγήθηκε τη Δευτέρα ο Ιαπωνικός οίκος R&I), εξέλιξη που ενισχύει περαιτέρω τις προβλέψεις για αναβάθμιση έως το τέλος του έτους και από τους αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης.
Από το υπουργείο επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την έκθεση της Scope Ratings, οι τρεις αιτίες που οδήγησαν στην επενδυτική βαθμίδα είναι:
- Η συνεχιζόμενη στήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ταμείο Ανάκαμψης κ.α.) που υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους και συμβάλει στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. «Εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να εφαρμόζει δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Scope θεωρεί ότι το Ευρωσύστημα είναι πιθανό να στηρίξει την Ελλάδα στο μέλλον σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων στις αγορές. Η πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίστηκε μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ενισχύει την ικανότητα της κυβέρνησης για περαιτέρω υιοθέτηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων», τονίζεται στην έκθεση.
- Η σταθερή πορεία μείωσης του δημοσίου χρέους το οποίο προβλέπεται να υποχωρήσει στο 160,7 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2023, (οπότε θα είναι μειωμένο κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020) και στο 141.6% το 2028, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2012.
- Οι διαρθρωτικές αλλαγές που οδήγησαν στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα, αύξηση των επενδύσεων με έμφαση στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, την κατάρτιση κ.ά.
Από τη πλευρά του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας επισημαίνεται ότι η αναβάθμιση είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα 4 χρόνια και οδήγησε, παρά τις διεθνείς κρίσεις, στη μείωση του χρέους, στην επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών αλλά και στην αξιοποίηση των κεφαλαίων που διατίθενται από την ΕΕ.
Σύμφωνα με το υπουργείο, απόφαση της κυβέρνησης είναι να συνεχίσει χωρίς παρεκκλίσεις και ταλαντεύσεις την ίδια πολιτική δημοσιονομικής σοβαρότητας και ευθύνης η οποία είναι και η μόνη σταθερή βάση για την ανάπτυξη και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Όπως άλλωστε έχει επισημάνει κατ’ επανάληψη ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, «απόφασή μας είναι να δίνουμε αυτά που έχουμε και όχι αυτά που δεν έχουμε. Σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να γίνουμε πρόσκαιρα ευχάριστοι, θέλουμε να είμαστε μεσομακροπρόθεσμα χρήσιμοι για την οικονομία και την πατρίδα μας».
Τι ανέφερε η έκθεση της Scope
Οι εξελίξεις που πριμοδοτούν ακόμη περισσότερο τη δυναμική επιστροφή της χώρας μας στις αγορές, είχαν φανεί ήδη από τις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων στην αγορά ομολόγων και τη δυναμική πορεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Αναλυτικά, όπως ανέφερε στην έκθεσή της η Scope, η αξιολόγηση του αξιόχρεου του ελληνικού Δημοσίου τοποθετείται πλέον στη βαθμίδα ΒΒΒ- (επίπεδο investment grade), διατηρώντας σταθερό το outlook. «Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης, η ευνοϊκή πορεία του δημόσιου χρέους και οι μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα» οδήγησαν στην αναβάθμιση της αξιολόγησης. Στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα, ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης τοποθετεί το υψηλό δημόσιο χρέος, τους κινδύνους πολιτικής μακροπρόθεσμα και τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος.
Ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2023 θα φθάσει το 2,4%, το 1,6% το 2024 και το 1,3% την περίοδο 2025-28. Για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους αναφέρει ότι ακολουθεί πτωτική πορεία, φθάνοντας στο 160,7% το 2023 και στο 141,6% μέχρι το 2028. Για τον πληθωρισμό υπολογίζει 4,2% το 2023 και ένα μέσο 2,3% έως το 2028. Η Scope, στο βασικό της σενάριο, εκτιμά ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2028, με το έλλειμμα να διατηρείται κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ έως το 2028.
Σημειώνεται ότι είναι η δεύτερη αναβάθμιση της Ελλάδας που οδηγεί στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, με πρώτη την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από τον ιαπωνικό οίκο R&I (Rating and Investment Information) στο BBB- με σταθερές προοπτικές (από ΒΒ+ με σταθερή προοπτική προηγουμένως).
Η συγκεκριμένη αναβάθμιση από τη Scope είχε προεξοφληθεί τα τελευταία 24ωρα και θα είχε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, εφόσον είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία για την ένταξη της Scope στο κλαμπ των οίκων αξιολόγησης που αναγνωρίζονται από την ΕΚΤ (Moody’s, S&P, Fitch, DBRS). Ακόμα, όμως, και χωρίς τη σφραγίδα αναγνώρισης της ΕΚΤ, η συγκεκριμένη αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου ανοίγει τον δρόμο για τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης να δώσουν το πολυπόθητο investment grade -εξέλιξη που οδηγεί σε μπαράζ επενδύσεων από ξένα funds, τα οποία αναμένουν το τυπικό της υπόθεσης για να τοποθετηθούν.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών
«Ο γερμανικός οίκος Scope Ratings ανακοίνωσε χθες την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα BBB- με σταθερή προοπτική, από ΒΒ+ με θετική προοπτική προηγουμένως.
Πρόκειται για τη δεύτερη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα μέσα στην εβδομάδα (προηγήθηκε τη Δευτέρα ο Ιαπωνικός οίκος R&I), εξέλιξη που ενισχύει περαιτέρω τις προβλέψεις για αναβάθμιση έως το τέλος του έτους και από τους αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την έκθεση της Scope Ratings, οι τρεις αιτίες που οδήγησαν στην επενδυτική βαθμίδα είναι:
- Η συνεχιζόμενη στήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ταμείο Ανάκαμψης κ.α.) που υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους και συμβάλει στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. «Εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να εφαρμόζει δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Scope θεωρεί ότι το Ευρωσύστημα είναι πιθανό να στηρίξει την Ελλάδα στο μέλλον σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων στις αγορές. Η πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίστηκε μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ενισχύει την ικανότητα της κυβέρνησης για περαιτέρω υιοθέτηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων», τονίζεται στην έκθεση.
2. Η σταθερή πορεία μείωσης του δημοσίου χρέους το οποίο προβλέπεται να υποχωρήσει στο 160,7 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2023, (οπότε θα είναι μειωμένο κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020) και στο 141.6% το 2028, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2012.
- Οι διαρθρωτικές αλλαγές που οδήγησαν στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα, αύξηση των επενδύσεων με έμφαση στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, την κατάρτιση κ.ά.
Από τη πλευρά του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας επισημαίνεται ότι η αναβάθμιση είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα 4 χρόνια και οδήγησε, παρά τις διεθνείς κρίσεις, στη μείωση του χρέους, στην επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών αλλά και στην αξιοποίηση των κεφαλαίων που διατίθενται από την ΕΕ.
Απόφαση της κυβέρνησης είναι να συνεχίσει χωρίς παρεκκλίσεις και ταλαντεύσεις την ίδια πολιτική δημοσιονομικής σοβαρότητας και ευθύνης η οποία είναι και η μόνη σταθερή βάση για την ανάπτυξη και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Όπως άλλωστε έχει επισημάνει κατ’ επανάληψη ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης: Απόφασή μας είναι να δίνουμε αυτά που έχουμε και όχι αυτά που δεν έχουμε. Σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να γίνουμε πρόσκαιρα ευχάριστοι, θέλουμε να είμαστε μεσομακροπρόθεσμα χρήσιμοι για την οικονομία και την πατρίδα μας».
Ποιά άλλα σημεία επισημαίνει η Scope
Γιατί όμως η Scope έδωσε σταθερό outlook στην Ελλάδα; Οι σταθερές προοπτικές (outlook) αντιπροσωπεύουν την εκτίμηση της Scope πως οι κίνδυνοι για την αξιολόγηση του αξιόχρεου του ελληνικού Δημοσίου παραμένουν ισορροπημένοι κατά τους επόμενους 12-18 μήνες. Σύμφωνα με την έκθεση, οι λόγοι που η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας παραμένει υπό αμφισβήτηση είναι οι ακόλουθοι:
- Υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια στις επανεκτιμήσεις του κρατικού κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Περαιτέρω ουσιαστική μείωση του λόγου χρέους -σύμφωνα με τις βασικές προσδοκίες- αποτελεί ζωτικής σημασίας εξέλιξη για τη μελλοντική πορεία της αξιολόγησης της Ελλάδας. Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής δομής του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, παράλληλα με τη σταδιακή μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους και τις μικρότερες μέσες διάρκειες του νέου χρέους, αντανακλά μια πρόκληση, που πρέπει να αντιμετωπιστεί.
- Κίνδυνοι πολιτικής. Η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από την υπό όρους πίστωση του επίσημου τομέα προς τη λιγότερο υπό όρους χρηματοδότηση με βάση την αγορά.
- Τραπεζικός Τομέας.Οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα παραμένουν.
- Διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες. Το μέτριο μεσοπρόθεσμο δυναμικό ανάπτυξης, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν περιορισμούς για την περαιτέρω αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου.
Σύμφωνα με την έκθεση για την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν στην περίπτωση:
- Η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρήσουν μια ισχυρή και διαρκή πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα.
- Οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα μειωθούν, μέσω ισχυρότερης κεφαλαιοποίησης, περαιτέρω μειώσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες περιοριστούν, αυξάνοντας το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.
Στον αντίποδα, οι προοπτικές θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν στην περίπτωση:
- Η στήριξη της Ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος περιοριζόταν σημαντικά.
- Οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμένουν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή επέρχεται πιο σοβαρή οικονομική ύφεση, εμποδίζοντας ή αντιστρέφοντας μια τρέχουσα τροχιά μειώσεων του λόγου δημόσιου χρέους.
- Οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα αυξηθούν εκ νέου.
- Η βιωσιμότητα της μακροοικονομικής ανάπτυξης εξασθενεί ή/και αυξάνονται οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και οι ανισορροπίες του εξωτερικού τομέα.
Επόμενο ραντεβού για την επενδυτική βαθμίδα με την DBRS
Μετά τη Scope ακολουθούν το φθινόπωρο τα επόμενα σημαντικά ραντεβού της Ελλάδας με την επενδυτική βαθμίδα. Ειδικότερα, η κρίσιμη ημερομηνία είναι αυτή της 8ης Σεπτεμβρίου, καθώς θα ανακοινωθεί η αξιολόγηση από την DBRS, η οποία είναι αναγνωρισμένη από την ΕΚΤ και έχει κατατάξει την Ελλάδα στη βαθμίδα ΒΒ high, με θετική προοπτική. Σε έκθεσή της, μάλιστα, στις 30 Ιουνίου είχε αναφέρει ότι το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί στο 1,5% από 1,1% που προέβλεπε τον Δεκέμβριο του 2022. Όσον αφορά το 2024, η DBRS αναμένει ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί επίσης στο 1,5% αντί για 1,4% που ανέμενε προηγουμένως.
Μια εβδομάδα, αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου είναι το ραντεβού με τη Moody’s, ωστόσο η βαθμίδα Ba3 με θετικές προοπτικές που κατατάσσεται η Ελλάδα, βρίσκεται δύο βαθμίδες χαμηλότερα από το investment grade.
Στις 20 Οκτωβρίου είναι η επόμενη κρίσιμη αξιολόγηση, από τον οίκο Standard & Poor’s, με τους ξένους αναλυτές να έχουν κυκλώσει τη συγκεκριμένη ημερομηνία, χαρακτηρίζοντάς την ως την πιθανότερη για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα από το κλαμπ των μεγάλων οίκων που αναγνωρίζει η ΕΚΤ. Συγκεντρωτικά, τα επόμενα ραντεβού της χώρας με τους οίκους αξιολόγησης:
-
- Αξιολόγηση DBRS (8 Σεπτεμβρίου)
- Αξιολόγηση Moody’s (15 Σεπτεμβρίου)
- Αξιολόγηση Standard & Poor’s (20 Οκτωβρίου)
- Αξιολόγηση Fitch (1η Δεκεμβρίου).