THEPOWERGAME
Σε ετοιμότητα χρειάζεται να βρίσκεται το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας, ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που είναι συνυφασμένες με την πράσινη μετάβαση. Ο επανασχεδιασμός των φόρων περιβάλλοντος και η ανάπτυξη ενός κατάλληλου μείγματος στην φορολογική πολιτική λαμβάνοντας υπόψη τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της χώρας αλλά και τις εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ πρέπει -σύμφωνα με την Ομάδα Εργασίας για τη βιώσιμη χρηματοδότηση και την πράσινη οικονομική μετάβαση, που συστάθηκε απόφαση του τέως υπουργού Οικονομικών, κ. Χρήστου Σταϊκούρα- να τεθεί επί τάπητος.
Στην Ελλάδα οι φόροι περιβάλλοντος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι υψηλότερο του Μ.Ο της Ευρωζώνης και της ΕΕ (3.8% του ΑΕΠ το 2020 έναντι 2.2% σε ΕΕ και ευρωζώνη). Ωστόσο το μεγαλύτερο ποσοστό (2.8%) προέρχεται από τη φορολόγηση της ενέργειας (από τα οποία 1.7% προέρχεται από τη φορολόγηση των καυσίμων) ενώ δεν υφίστανται αμιγώς φόροι ρύπων (Pollution and resources taxes). Ως ποσοστό της συνολικής φορολογίας οι φόροι περιβάλλοντος στην Ελλάδα είναι κατά πολύ υψηλότερο του Μ.Ο της Ε.Ε και της ευρωζώνης (9,7% το 2020 έναντι 5,6% και 5,5% αντίστοιχα). Τα δημοσιονομικά έσοδα που σχετίζονται με την ενέργεια και τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα αναμένεται να αυξηθούν το 2025 στο 4,4% του ΑΕΠ, με την ενσωμάτωση της οδηγίας της Ευρωπαϊκής επιτροπής για την ενεργειακή φορολογία, και να μειωθούν σημαντικά έως το 2050, σε κάτω από 1% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω περιορισμού της ζήτησης των ορυκτών καυσίμων που συμβάλουν σημαντικά στα φορολογικά έσοδα. Τα δημοσιονομικά έξοδα που αφορούν τις ενεργειακές επιδοτήσεις και τη δαπάνη του ευρύτερου δημόσιου τομέα για ενέργεια εμφανίζουν μια σημαντική ενίσχυση τα έτη 2025 και 2030 στα επίπεδα του 1.28 – 1.7% του ΑΕΠ με σταδιακή αποκλιμάκωση μετά το 2030.
Η Ομάδα Εργασίας για τη βιώσιμη χρηματοδότηση και πράσινη μετάβαση στην έκθεσή της κάνει λόγο για «πίεση» στο δημοσιονομικό ισοζύγιο για την ενέργεια το 2030, το οποίο εμφανίζει ένα δημοσιονομικό κενό της τάξης του 1% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2020. Επιπροσθέτως η σταδιακή συρρίκνωση του πλεονάσματος, έως το 2050, υποδηλώνει ότι θα πρέπει να επιβληθούν νέοι μέτρα για την διατήρηση των δημοσιονομικών εσόδων σε ένα επίπεδο, με την προϋπόθεση ότι οι φόροι αυτοί δεν θα εναντιώνονται ή συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα.
Ως επακόλουθο έρχονται στο προσκήνιο εκ νέου τα πράσινα ομόλογα. Σημειώνεται πως ήδη από το το 2019, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) εξετάζει την προοπτική να ενσωματώσει τις εκδόσεις πράσινων ομολόγων στη στρατηγική χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου αναγνωρίζοντας ότι το πράσινο ομόλογο συνιστά και ένα μέσο για την προσέλκυση νέων επενδυτών και ως εκ τούτου την κινητοποίηση κεφαλαίων για πράσινες επενδύσεις. Συνήθως τα πράσινα κρατικά ομόλογα έχουν λήξη άνω των 10 ετών, κάτι που, κατά πάσα πιθανότητα αναμένεται να συμβεί και στην περίπτωση της Ελλάδας.
Η έκθεση επισημαίνει πως τέσσερις είναι οι λόγοι που θα οδηγήσουν σε μία τέτοια πολιτική:
i. Βελτίωση του brand name της Ελλάδας. Η χρήση πράσινων ή βιώσιμων ομολόγων θα ενισχύσει την επωνυμία της Ελλάδας στις αγορές κεφαλαίων χρέους και θα συμβάλει στην πιο στενή ευθυγράμμισή της με άλλους ευρωπαϊκούς κρατικούς εκδότες, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν ήδη εκδώσει πράσινα ομόλογα ή βρίσκονται σε αυτή την διαδικασία. Επίσης τα πράσινα ομόλογα σηματοδοτούν στους επενδυτές τη δέσμευσή της χώρας στους περιβαλλοντικούς στόχους της ΕΕ και στην βιώσιμη ανάπτυξη ενώ παράλληλα μετριάζουν τον οικονομικό κίνδυνο και τον κίνδυνο φήμης.
ii. Συντονισμός μεταξύ διαφόρων αρχών του Ελληνικού Δημοσίου. Αυτός είναι ο δεύτερος (μετά την ενίσχυση της επωνυμίας της Ελλάδας) σημαντικός λόγος. Η δημιουργία ενός «πράσινου δεσμού» μεταξύ των διαφόρων δημοσίων Αρχών θα αποτελέσει το υπόβαθρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της διασύνδεσης και διαλειτουργικότητας των δημοσίων υπηρεσιών και θα συμβάλει στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας στην δημόσια διοίκηση και στην χρηστή διακυβέρνηση.
iii. Περαιτέρω επέκταση της βάσης των επενδυτών. Καθώς, προς το παρόν, τα ελληνικά ομόλογα βαθμολογούνται κάτω από το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, πιστεύεται ότι η έκδοση ομολόγου με ετικέτα θα το κάνει πιο ελκυστικό για τους επενδυτές που διαφορετικά θα αποθαρρύνονταν από τις τρέχουσες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν κατέχει ακόμη επενδυτική βαθμίδα δεν θα αποτελέσει εμπόδιο για την επιτυχία μιας τέτοιας έκδοσης.
iv. Μείωση του κόστους χρηματοδότησης (Green Bond Premium ή Greenium). Τα πράσινα ομόλογα προσφέρουν συχνά πιο ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης από τα συμβατικά ομόλογα. Με άλλα λόγια, οι επενδυτές είναι πρόθυμοι να παραιτηθούν από μέρος της απόδοσης λόγω της περιβαλλοντικά βιώσιμης χρήσης των εσόδων. Η μείωση του κόστους χρηματοδότησης που σχετίζεται με τα πράσινα ομόλογα – τα λεγόμενα «greenium» – μπορεί επιπλέον να οφείλεται και στα πλεονεκτήματα της καλύτερης ενημέρωσης που προκύπτουν από τη χρήση των γνωστοποιήσεων των εσόδων καθώς και στην σχετική έλλειψη ευκαιριών πράσινων επενδύσεων. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι είναι πιθανόν το «greenium» να αντισταθμιστεί από την έλλειψη ρευστότητας ενός πράσινου ομολόγου, η οποία προκύπτει από την πιθανή μικρή εκδοθείσα ποσότητα του.
Πάντως, η «πράσινη μετάβαση» είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί μεγάλες αλλαγές όσον αφορά τον τρόπο που παράγεται και καταναλώνεται η ενέργεια. Για την μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα χρειάζονται επενδύσεις και καταναλωτικές δαπάνες για ενεργειακά αποδοτικό εξοπλισμό. H έκθεση της Ομάδας Εργασίας για τη βιώσιμη και οικονομική μετάβαση σημειώνει πως η δυνατότητα του κρατικού τομέα να επιδοτήσει τη μετάβαση περιορίζεται από τη μείωση του δημοσιονομικού πλεονάσματος της φορολογίας που σχετίζεται με την ενέργεια.