THEPOWERGAME
Οι οικονομίες και οι αγορές στην Ευρώπη καταλαμβάνουν προσπάθειες για να αντισταθούν στις προκλήσεις του υψηλού πληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων. Τις μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετωπίζει η Γερμανία, η οποία λειτουργούσε κάποτε σαν «ατμομηχανή» της Ευρωζώνης και ανάχωμα σε μια βαθύτερη επιδείνωση των επιδόσεων των υπόλοιπων κρατών-μελών εν μέσω κρίσεων.
Κατ’ αρχάς, ο πρόεδρος του Ινστιτούτου ερευνών Ifo, Κλέμενς Φουστ, προειδοποίησε την Τρίτη πως η Γερμανία παραμένει, κατά πάσα πιθανότητα, σε ύφεση ύστερα από τη συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του εξαμήνου που έληξε στα τέλη Μαρτίου. Αργότερα την ίδια ημέρα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προέβλεψε πως η Γερμανία θα είναι φέτος η μοναδική από την Ομάδα των Επτά (G7) που θα καταγράψει πτώση της οικονομικής δραστηριότητας καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η συρρίκνωση του γερμανικού ΑΕΠ αναμένεται να φτάσει έως και το 0,3%, λόγω των επιπτώσεων από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη συνακόλουθη διακοπή των ροών φυσικού αερίου από την Gazprom.
Με την επιχειρηματική εμπιστοσύνη στη Γερμανία να υποχωρεί τον Ιούλιο επί τρίτο διαδοχικό μήνα στο χαμηλότερο επίπεδο από τον περυσινό Νοέμβριο, αναμφίβολα η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε δεινή θέση. Πάντως, το ΔΝΤ προβλέπει πως ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη θα φτάσει το 1,5% μέσα στο 2024, αφού θα έχει διαμορφωθεί στο 0,9% κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους.
Υπό τις σημερινές συνθήκες στη Γερμανία και την ευρύτερη Ευρωζώνη, η ΕΚΤ αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια κατά ακόμη 25 μονάδες βάσης, αλλά σενάρια θέλουν ένα πάγωμα της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από τον Σεπτέμβριο, προκειμένου να αποσυμπιεστούν οι οικονομίες. Εντούτοις, η Berenberg Bank θεωρεί πιθανό να διατηρήσει η ΕΚΤ σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη, σε αντίθεση με τη Fed και την Τράπεζα της Αγγλίας, που θεωρείται πιθανό να προχωρήσουν σε μειώσεις στις αρχές του 2024.
Τις πιέσεις που δέχονται τα 20 κράτη-μέλη ανέδειξε η τελευταία έκθεση για τον τραπεζικό δανεισμό της ΕΚΤ. Αναλυτικά, η ζήτηση για νέα εταιρικά δάνεια υποχώρησε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια του β’ τριμήνου. Η πτώση αυτή ήταν «αρκετά ισχυρότερη» από τις προβλέψεις των τραπεζών και συμπορεύτηκε με την υποχώρηση της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια και πάσης φύσεως άλλα καταναλωτικά δάνεια, όπως ανέφερε η έκθεση της ΕΚΤ. Παράλληλα, οι τράπεζες επέβαλαν αυστηρότερα κριτήρια στην παροχή δανείων κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.