THEPOWERGAME
Σε ένα περιβάλλον με πρωταγωνιστή μια πρωτόγνωρη αβεβαιότητα για την πορεία των μακροοικονομικών αλλά και των γεωπολιτικών εξελίξεων, ο επενδυτικός κόσμος ήδη προσπαθεί να σκιαγραφήσει το τοπίο για τα επόμενα χρόνια.
Αν και δεν επαληθεύτηκε το σενάριο για μια βαθιά ύφεση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ο πληθωρισμός και το κόστος δανεισμού εξακολουθούν να κινούνται σε υψηλά επίπεδα, η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει τις δικές της προκλήσεις και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία συνεχίζεται επί δεύτερο διαδοχικό έτος. Πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες, αρκετές πολυεθνικές αποκαλύπτουν πως λαμβάνουν υπόψη και γεωπολιτικές εξελίξεις -όπως η αντιπαλότητα ΗΠΑ – Κίνας ή ο ανταγωνισμός των «πράσινων» επιδοτήσεων μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού- στη λήψη αποφάσεων.
Αναζητώντας τους πιθανούς κινδύνους στην πορεία των πραγμάτων, το πρακτορείο Bloomberg μίλησε με τρεις παράγοντες της Wall Street. Πρόκειται για τον Μπόαζ Γουένσταϊν, που είναι ιδρυτής της Saba Capital Management, τον δισεκατομμυριούχο Ντέιβιντ Ρούμπενσταϊν, που είναι συνιδρυτής της Carlyle Group, και την Ίντα Λίου, που είναι υπεύθυνη του τομέα ιδιωτικής επενδυτικής στη Citigroup.
Ο Γουένσταϊν της Saba Capital Management, μιας εταιρείας που εξειδικεύεται στην αντιστάθμιση επενδυτικού ρίσκου, θεωρεί πως στον κίνδυνο ενός μαζικού κύματος ρευστοποιήσεων, οι αγορές δεν θα έχουν τη στήριξη από τις κεντρικές τράπεζες που είχαν σε προηγούμενες κρίσεις. Αντίθετα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Τράπεζα της Αγγλίας έχουν υιοθετήσει μια περιοριστική νομισματική πολιτική με υψηλά επιτόκια, αντί της άφθονης ρευστότητας που είχαν παραχωρήσει επί χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και πανδημίας.
«Πολύς κόσμος στις αγορές ιδιωτικού χρέους θεωρεί πως είναι μεγάλη η ευκαιρία να εκδίδονται ή να διαπραγματεύονται τίτλοι με επιτόκιο της τάξεως του 13%. Πώς, όμως, φαίνεται σε μια εταιρεία που καλείται να εξυπηρετήσει χρέη με επιτόκιο 13%, αντί του 7%, που ίσχυε κάποτε σε μια οικονομία που ενδεχομένως να επιβραδύνεται;», είναι το ερώτημα που θέτει ο Γουένσταϊν. Δεινός σκακιστής από τα παιδικά του χρόνια, ο ιδρυτής του hedge fund είχε κλήση στον κόσμο των επενδύσεων από μικρή ηλικία.
Ο Ντέιβιντ Ρούμπενσταϊν, συνιδρυτής και ένας από τους προέδρους της Carlyle Group, αναγνωρίζει την εισοδηματική ανισότητα σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον ως έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους. Τονίζοντας πως το συνολικό χρέος στις ΗΠΑ ήταν χαμηλότερο από το 1 τρισ. δολάρια επί προεδρίας Κάρτερ στα τέλη της δεκαετίας του ’70 αντί των 32 τρισ. δολαρίων που ισχύουν σήμερα, υπογραμμίζει πως ο πληθωρισμός αποτελεί τη μοναδική διέξοδο. Με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ μειώνεται η αναλογία του χρέους ως προς αυτό. Σε δυσμενή θέση, όμως, βρίσκεται η πλειονότητα των κοινωνικών στρωμάτων, πλην των πλουσίων, που μπορούν να αντεπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος διαβίωσης.
«Στις ΗΠΑ η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί τα τελευταία 10, 20 ή και 30 χρόνια και αυτό είναι το αντίθετο που θα έπρεπε να συμβαίνει στην κοινωνία μας», σχολίασε ο ίδιος στο τηλεοπτικό δίκτυο του Bloomberg. Η εισοδηματική ανισότητα είναι παγκόσμιο φαινόμενο, που έχει ενταθεί από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και έπειτα. Εντούτοις, είναι χαμηλότερη στην Ευρώπη χάρη στον μεγαλύτερο ρόλο που διαδραματίζει το κράτος πρόνοιας.
Ο Ρούμπενσταϊν πρόσθεσε πως δεν είναι απαραιτήτως το πεπρωμένο των ΗΠΑ να ηγούνται του κόσμου τα επόμενα 100 χρόνια, καθώς η Κίνα και η Ινδία μειώνουν τη διαφορά με τις επιδόσεις των οικονομιών τους.
Η Ίντα Λίου της Citigroup πιστεύει πως οι αναδυόμενες αγορές κρύβουν την προοπτική υψηλότερων αποδόσεων στο μέλλον, λόγω και της αντιπαλότητας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας. Η Ταϊλάνδη, η Μαλαισία και το Βιετνάμ ήδη επωφελούνται από την αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών από εταιρείες της Δύσης που θέλουν να διαφοροποιήσουν έως έναν βαθμό τα εφοδιαστικές αλυσίδες. Αν και ο ρόλος των ΗΠΑ είναι αναμφισβήτητος στην παγκόσμια οικονομία, μια σειρά άλλων χωρών θα επωφεληθούν από την αλλαγή των τάσεων στο παγκόσμιο εμπόριο, τονίζει η ίδια στο Bloomberg.