THEPOWERGAME
Η έκθεση του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή -και πόσο μάλλον αυτή του Μπότσογλου- είναι πάντα ένας παραπάνω λόγος για να επισκεφτείς την Άνδρο.
Κάθε καλοκαίρι το Μουσείο διοργανώνει εικαστικές εκθέσεις, τις περισσότερες φορές αναδρομικές, και δίνει την ευκαιρία στους μόνιμους κατοίκους αλλά και στους επισκέπτες του νησιού να… μιλήσουν για τέχνης.
Φέτος το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον Χρόνη Μπότσογλου (1941-2022), ενός από τους σημαντικότερους παραστατικούς καλλιτέχνες της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
Στην έκθεση παρουσιάζονται περισσότερα από εκατό έργα, σχέδια με μολύβι, παστέλ, ελαιογραφίες, ακουαρέλες, μπρούντζινα, ορειχάλκινα και γύψινα, τα οποία καλύπτουν την περίοδο από το 1953 έως το 2018, δηλαδή περισσότερα από εξήντα πέντε χρόνια μιας εξαιρετικά γόνιμης καλλιτεχνικής διαδρομής.
Άξιος διάδοχος των δασκάλων του Vincent van Gogh, Alberto Giacometti και Francis Bacon, ο Μπότσογλου τοποθέτησε τον άνθρωπο στο κέντρο του έργου του και έθεσε σκοπό του να αποδώσει τους τρόπους με τους οποίους τον αντιλαμβανόταν με τη μεγαλύτερη δυνατή υποκειμενικότητα. Τα έργα του είναι κατ’ εικόνα των γραπτών κειμένων του: γεννήθηκαν μέσα στον ασκητισμό, στην οδύνη και σε μια γνήσια έγνοια για ειλικρίνεια.
Μπαίνοντας στον υπέροχο χώρο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο έρχεσαι αντιμέτωπος με την προσωπική ιστορία του Μπότσογλου.
Ο ζωγράφος με πάνω από 65 χρόνια δημιουργικής παρουσίας έχει καταφέρει να αφήσει το δικό του πολύ ισχυρό αποτύπωμα στην ελληνική τέχνη. Βασικός άξονας της δουλειάς του είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ο άνθρωπος. Ο πραγματικός, εύθραυστος, τρωτός άνθρωπος απέναντι στον χρόνο.
Η μητέρα του, οι άνθρωποι που τον ενέπνευσαν, η δική του ωμή αλήθεια έρχεται στο προσκήνιο σαν κόμπος στο στομάχι. Απέναντι από την δική του ζωή, έρχεται η δική μας ζωή.
Όποιος στέκεται απέναντι σε ένα έργο του Χρόνη Μπότσογλου βλέπει πρόσωπα της δικής του ζωής, ανθρώπους που έχει χάσει αλλά και στοιχεία του εαυτού του.
Οι ενότητες της έκθεσης
Τοπία
Ο Μπότσογλου αρχίζει να ενδιαφέρεται σοβαρά για τη θεματική του τοπίου όταν πια έχει μπει στην έβδομη δεκαετία της ζωής του. Θαυμαστής του έργου του Cézanne, βλέπει αυτό το θέμα σαν την «τελευταία πρόκληση». Θα βρει το δικό του όρος Σαιντ-Βικτουάρ στο Πετρί της Λέσβου.
Από τα παράθυρα του οικογενειακού σπιτιού, έρχεται αντιμέτωπος με τους γύρω λόφους και γίνεται αρχιτέκτονας του βράχου. Εξισορροπώντας ανόργανη ύλη, ουρανό και βλάστηση, ο καλλιτέχνης κατορθώνει να αποδώσει τα χρώματα της Μεσογείου με εξαιρετική πιστότητα.
Και όσο κι αν αυτά τα χρώματα συντρίβονται από την ανελέητη δύναμη του ήλιου, ξέρουν να ξεγλιστράνε από την επαγρύπνησή του για να προσφέρουν αλησμόνητες αποχρώσεις της ώχρας, του πράσινου και του γαλάζιου. Μια παλέτα του Cézanne προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του ελληνικού καλοκαιριού, η οποία δεν μπορεί παρά να θυμίζει τα βουνά της Άνδρου γύρω μας.
Νεανικά έργα
Ο Μπότσογλου ήταν ένα πρώιμο ταλέντο. Σχεδίαζε από έξι χρονών μόλις, ενώ εξέθεσε τα πρώτα έργα του στην ηλικία των δεκαπέντε. Παρά τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας, οι γονείς του τον ενθάρρυναν να ζωγραφίζει και να γράφει. Οι σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, και στη συνέχεια στο Παρίσι, του προσφέρουν την ακαδημαϊκή βάση που χρειάζεται για να βρει τον δρόμο του.
Εμπνεόμενος τόσο από φωτογραφίες όσο και από αυθόρμητες στιγμιαίες πόζες, απαθανατίζει τους αγαπημένους του ανθρώπους, όπως και το πρόσωπό του με ενσυναίσθηση, που συγχρόνως φανερώνει την ανάγκη του να πάει πέρα από το βλέμμα ή μάλλον το «κουτί του κρανίου», όπως θα έλεγε το πρότυπό του, ο Alberto Giacometti.
Έρως
Ο Μπότσογλου αρχίζει να φτιάχνει ερωτικά σχέδια το 1986. Αλλά μόνο μία δεκαετία αργότερα βρίσκει τις πλαστικές λύσεις που του επιτρέπουν να εξερευνήσει πλήρως το θέμα. Το 2001, σε ηλικία ήδη 60 χρονών, εκπλήσσει τους πάντες αψηφώντας τι θα πει ο κόσμος και επιστρέφοντας στην ερωτική ζωγραφική με μια σειρά ανάγλυφων και έργων σε χαρτί.
Αντλώντας φύρδην μίγδην από τις παραδόσεις της αρχαίας Ελλάδας, της Ρώμης, αλλά και της Ιαπωνίας και της Ινδίας, χλευάζει τη σύγχρονη σεμνοτυφία, που ξέρει να κλείνει τα μάτια μπροστά στη χυδαιότητα, αλλά όχι στην αναισχυντία. Η αγάπη του για το ανθρώπινο σώμα αναδεικνύεται με μια αδιάλλακτη ειλικρίνεια που παραμερίζει όλα τα άλλα. Αποφεύγει σκόπιμα να συμμετέχει στην όλο και μεγαλύτερη αισθητοποίηση της ερωτικής πράξης.
Το να την αναπαριστά με τον μεγαλύτερο δυνατό ρεαλισμό γίνεται στα μάτια του ο πιο εύγλωττος, ο πιο πιστός φόρος τιμής σε αυτή τη στιγμή που προσφέρει στον άνθρωπο τη φευγαλέα ευκαιρία να αρνηθεί τον θάνατο. Με αυτόν τον τρόπο, ακολουθεί τον δρόμο που είχε πάρει πριν από αυτόν ο Francis Bacon, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, που είχε πει: «Το κάλλος είναι εχθρός του σεξ».
Το πέρασμα από τον ρεαλισμό στον υπαρξισμό
Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1972, ο Μπότσογλου είναι ένας πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, έτοιμος να καταγγείλει τις ακρότητες της δικτατορίας και του καπιταλισμού. Προσχωρεί σε πολλές καλλιτεχνικές ομάδες, προσπαθώντας να εντάξει την καθημερινότητα στην τέχνη και προσεγγίζει το κίνημα του Νέου Ρεαλισμού, που τοποθετεί τη φωτογραφία στη βάση της καλλιτεχνικής έμπνευσης.
Η απογοήτευσή του από την πολιτική στα τέλη της δεκαετίας του 1970 θα τον οδηγήσει σε βαθιά προσωπική κρίση, η οποία θα έχει ωστόσο και μια θετική πλευρά: θα του δώσει τη δυνατότητα να αφαιρέσει από την τέχνη του καθετί επιφανειακό και να κρατήσει μόνο το ουσιώδες, μια ζωγραφική τραχιά, ηθελημένα επώδυνη, επικεντρωμένη στον άνθρωπο και στα ίχνη που αφήνει στο πέρασμά του. Σε αυτό θα βοηθήσει σημαντικά η διαμονή του για συνεχόμενα καλοκαίρια στη Λέσβο.
Εκεί, σε ένα παλιό και ετοιμόρροπο ελαιοτριβείο, όπου ζει σαν ασκητής, παραμορφώνει σκόπιμα την προοπτική για να μετατρέψει τον χώρο σε ένα κουκούλι πότε προστατευτικό και πότε αποπνικτικό, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος, είτε είναι ο ζωγράφος είτε το μοντέλο του, εμφανίζεται μέσα σε όλη την εύθραυστη λάμψη της συνθήκης του.
«Ζωγραφίζω ανθρώπους επειδή είναι το ωραιότερο πράγμα που υπάρχει»
Ο Μπότσογλου αγάπησε τον άνθρωπο εις πείσμα των πάντων. Ούτε η διαύγεια μυαλού που διέθετε ούτε τα αθεράπευτα τραύματα που συσσωρεύονταν στην ψυχή του δεν στιγμάτισαν τη μοναδική ικανότητά του να αποκαλύπτει τον άλλο σαν να ήταν ο ίδιος ο εαυτός του. Μπορούσε να μπαίνει στη θέση του, να εκθέτει τον εσώτερο εαυτό του χωρίς παραχωρήσεις ούτε εξωραϊσμούς, αλλά με μια καλοπροαίρετη διάθεση να κατανοεί.
Η ειλικρίνεια του Μπότσογλου γίνεται ακόμη πιο αδιάλλακτη απέναντι στον εαυτό του. Το μαρτυρούν οι πολλές αυτοπροσωπογραφίες του, είδος στο οποίο θα επιδοθεί από πολύ νεαρή ηλικία. Με την πάροδο των χρόνων, το πρόσωπο φέρει προοδευτικά τα σημάδια του χρόνου. Το σώμα αφήνεται σε μια αργή, αναπόφευκτη γήρανση. Το βλέμμα όμως έχει μείνει ίδιο. Ένα βλέμμα διαπεραστικό, αποφασιστικό και ασυμβίβαστο, που μας αφήνει να διαβάσουμε, με τρόπο απότομο και άναρχο, τις σκέψεις ενός ανθρώπου που δεν προσπαθεί να κρυφτεί.
Με αυτή την απόλυτη αποδοχή των ατελειών και αδυναμιών του, ο Μπότσογλου εμφανίζεται όπως ακριβώς είναι, κατορθώνοντας να κάνει αισθητούς τους ψιθύρους μιας ψυχής με ό,τι πιο επονείδιστο, πιο συμπλεγματικό, αλλά και πιο γενναιόδωρο κρύβει μέσα της. Η συχνή γύμνια των σωμάτων καταλήγει να είναι σεμνότερη από την προκλητική γύμνια των βλεμμάτων.
Μια προσωπική Νέκυια
Το 1993 ο Μπότσογλου αρχίζει τη σειρά Νέκυια που, όταν την ολοκληρώσει το 2000, θα τη θεωρήσει ένα πολύπτυχο αποτελούμενο από 26 έργα. Πηγή έμπνευσης είναι η ραψωδία λ΄ της Οδύσσειας, στην οποία ο Οδυσσέας –που προσπαθεί απεγνωσμένα να καλέσει τον νεκρό μάντη Τειρεσία από τον κάτω κόσμο για να μάθει αν θα επιστρέψει στην Ιθάκη– μυείται από την Κίρκη στην τελετουργία της νεκρομαντείας, που συνίσταται στην προσωρινή επιστροφή των νεκρών από το βασίλειο του Άδη.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Μπότσογλου ζωγραφίζει τις αναμνήσεις του από πρόσωπα που υπήρξαν αγαπητά, όπως οι γονείς του, ο θείος και η θεία του, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας, οι ζωγράφοι Νίκος Παραλής, Λευτέρης Κανακάκις (ως «Ψαράς της Σαντορίνης») και Ασαντούρ Μπαχαριάν. Στην πρώτη προσωπογραφία της σειράς, Ο νεκρομάντης, δίνει τα δικά του χαρακτηριστικά.
Τα γλυπτά έργα του Μπότσογλου μαρτυρούν τις ίδιες ανησυχίες με τα ζωγραφικά. Η μορφή της γυναίκας του Ελένης είναι παρούσα παντού, όπως και της μητέρας του, την προοδευτική κατάπτωση της οποίας, εξαιτίας του Αλτσχάιμερ, θα απεικονίζει για πολλά χρόνια.
Αναφορές
Το 2003 ο Μπότσογλου αρχίζει τη σειρά Αναφορές, στην οποία αποτίει φόρο τιμής στους δασκάλους του δημιουργώντας φανταστικά πορτραίτα τους. Αν και ανάμεσα στις επιρροές του έχει αναφέρει ήδη πολλά ονόματα κάθε εθνικότητας και εποχής, σε αυτή τη σειρά περιορίζεται σε αναπαραστάσεις των Γιαννούλη Χαλεπά, Γιώργου Μπουζιάνη, Vincent van Gogh, Chaïm Soutine, Alberto Giacometti και Francis Bacon.
Και εδώ, η πιστότητα των χαρακτηριστικών είναι απατηλή. Μέσω αυτών των αποστασιοποιημένων συνθέσεων, ο Μπότσογλου αναφέρεται σε εκείνους τους κορυφαίους ζωγράφους με όλη την ταπεινότητα που τον χαρακτηρίζει. Η απουσία εγκωμιασμού δεν τους κάνει λιγότερο εντυπωσιακούς, κάθε άλλο: όλοι μοιάζουν να κουβαλάνε το ίδιο βαρύ φορτίο στους ώμους τους, φορτίο που επέτρεψε ωστόσο στους διαδόχους τους να βρουν πλαστικές λύσεις ικανές να υπηρετήσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα τις καλλιτεχνικές επιθυμίες τους.
Η έκθεση συνοδεύεται από την έκδοση δίγλωσσου καταλόγου (στα ελληνικά και στα αγγλικά), που έγραψε η επιμελήτρια της έκθεσης Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau και εκδίδεται από το Ίδρυμα Β&Ε Γουλανδρή, σε επιμέλεια της Μικρής Άρκτου.
Ο κατάλογος είναι εμπλουτισμένος με αναλυτικό χρονολόγιο, μαρτυρίες του ίδιου του Μπότσογλου, καθώς και με φωτογραφικά τεκμήρια, αδημοσίευτα τα περισσότερα, τα οποία πρόσφερε η οικογένεια του καλλιτέχνη. Ο τόνος στον κατάλογο, όπως και στην έκθεση, δίνεται με τις «Αδελφικές σκέψεις», έναν φανταστικό διάλογο ανάμεσα στον Μπότσογλου και τους δασκάλους του, ο οποίος αναδεικνύει την αδελφοσύνη μεταξύ των καλλιτεχνών σε ό,τι αφορούσε τους προβληματισμούς και τις προσδοκίες τους, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τον κόσμο.
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα πραγματοποιούνται ξεναγήσεις για το κοινό σε ελληνικά και αγγλικά (για τον μήνα Αύγουστο) καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά διαφορετικών ηλικιών και οικογενειακές ξεναγήσεις από μέσα Ιουλίου έως τέλη Αυγούστου.