THEPOWERGAME
Με σημαντικές απώλειες έκλεισαν οι δείκτες στη Wall Street, καθώς τα επικαιροποιημένα στοιχεία για την αγορά εργασίας ανοίγουν τον δρόμο για νέες αυξήσεις επιτοκίων, αρχής γενομένης από τη συνεδρίαση του Ιουλίου. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την αξιοσημείωτη «αντοχή» της αγοράς εργασίας και τις χαμηλές πτήσεις της μεταποίησης εν μέσω υψηλών επιτοκίων, εξελίσσεται σε εξίσωση για δυνατούς λύτες.
Ο «Mr Fed» δεν σταματά να επαναλαμβάνει ότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα συνεχιστεί όσο χρειαστεί μέχρι οι τιμές καταναλωτή να προσεγγίσουν τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, προαναγγέλλοντας τουλάχιστον δύο νέες διευρύνσεις του κόστους δανεισμού μέχρι να φύγει η χρονιά. Σύμφωνα με τα πρακτικά της Fed, που δόθηκαν την Τετάρτη στη δημοσιότητα, έπονται νέες επιτοκιακές αυξήσεις αλλά με βραδύτερο ρυθμό.
Η πλειονότητα των αναλυτών αναμένουν νέα αύξηση επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση της 26ης Ιουλίου, κάτι που προανήγγειλε και η Λόρι Λόγκαν. Η πρόεδρος και CEO της Federal Reserve Bank of Dallas ήταν μεταξύ εκείνων των αξιωματούχων που πίεζαν για αύξηση επιτοκίων και τον Ιούνιο, όταν η Fed αποφάσισε τελικά να πατήσει προσωρινά «φρένο» ώστε να δοθεί περισσότερος χρόνος για να φανούν οι επιπτώσεις των προηγούμενων αυξήσεων στην αμερικανική οικονομία. Αυτήν τη στιγμή το εύρος επιτοκίων στις ΗΠΑ διαμορφώνεται στο 5 – 5,25%.
Η παρατεταμένη παραμονή των ΗΠΑ σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων αναμένεται να οδηγήσει σε συρρίκνωση του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα τρίμηνα, καθώς το ακριβό κόστος δανεισμού υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη -κάτι που ήδη έχει αρχίσει να αποτυπώνεται σε μακροοικονομικά στοιχεία (π.χ. μεταποίηση).
«O επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, έχει καταστήσει σαφές ότι δεσμεύεται να οδηγήσει τον πληθωρισμό στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Αυτό σημαίνει ότι αναζητούμε το πότε, και όχι το αν, θα υπάρξει νέα αύξηση επιτοκίων μέσα στο έτος» σχολίασε με νόημα στο CNBC ο Μαλκόλμ Έτριντζ, αναλυτής της CIC Wealth.
Κόκκινισε το ταμπλό της Wall Street – Απώλειες για Dow Jones, Nasdaq και S&P 500
Στη συνεδρίαση της Πέμπτης ο Dow Jones έχασε πάνω από 350 μονάδες, φθάνοντας να έχει απώλειες άνω των 440 μονάδων. Ειδικότερα, ο βιομηχανικός δείκτης υποχώρησε κατά 1,07% στις 33.921 μονάδες. Πρόκειται για τη δεύτερη διαδοχική συνεδρίαση στα κόκκινα για τον Dow Jones.
Από τις μετοχές που απαρτίζουν το ταμπλό του, έντονες πιέσεις δέχτηκαν οι τίτλοι της Chevron (-2,19%), της Goldman Sachs (-2,2%), της American Express (-2,3%) και της Nike (-1,87%).
Απώλειες και για τον Nasdaq, καθώς οι επενδυτές δεν επέλεξαν τις «παραδοσιακές» τοποθετήσεις σε blue chips των Big Tech. Ο τεχνολογικός δείκτης υποχώρησε κατά 0,80% στις 13.681 μονάδες. Στο κόκκινο και ο ευρύτερος S&P 500, ο οποίος σημείωσε πτώση 0,77% στις 4.412 μονάδες. Ο κλάδος της ενέργειας ήταν εκείνος με τις μεγαλύτερες απώλειες (-2,45%).
Αντέχει η αγορά εργασίας στις ΗΠΑ
Οι θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν κατά 497.000 τον Ιούνιο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση στις ΗΠΑ από τον Ιούλιο του 2022. Η αύξηση του Ιουνίου ήταν υπερδιπλάσια από την εκτίμηση αναλυτών στη Wall Street για 220.000 κερδισμένες θέσεις εργασίας και πολύ καλύτερη από την -προς τα κάτω αναθεωρημένη- εκτίμηση των 267.000 θέσεων εργασίας που παρατηρήθηκε τον Μάιο.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση για τις περικοπές θέσεων εργασίας από την εταιρεία απασχόλησης Challenger, Gray & Christmas που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη, οι εργοδότες με έδρα τις ΗΠΑ δήλωσαν ότι προχώρησαν σε περικοπές 40.709 θέσεων εργασίας τον Ιούνιο, μειωμένες κατά 49% σε σχέση με τον αριθμό των περικοπών που είχαν ανακοινωθεί τον Μάιο.
Πιέσεις στην αγορά ομολόγων
Η προοπτική περαιτέρω σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ από τη Fed επιδείνωσε και την εικόνα στην αγορά των κρατικών ομολόγων.
Ειδικότερα, η επικείμενη αύξηση επιτοκίων έστειλε την απόδοση του 10ετούς ομολόγου πάνω από το 4% -υψηλό Νοεμβρίου 2022.
Τα βλέμματα των επενδυτών της Wall Street στρέφονται πλέον στην έκθεση του υπουργείου Εργασίας για την απασχόληση τον Ιούνιο, που δημοσιεύεται την Παρασκευή, η οποία περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία και για τον δημόσιο τομέα.