THEPOWERGAME
Σημαντικοί παράγοντες της οικονομίας, της πολιτικής και των αγορών συναντήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στην πόλη Σίντρα της Πορτογαλίας, στο φόρουμ των κεντρικών τραπεζιτών, που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Βασικό θέμα συζήτησης για φέτος ήταν η μακροοικονομική σταθεροποίηση σε συνθήκες ευμετάβλητου πληθωρισμού. Την παράσταση έκλεψε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία έστειλε μήνυμα νέας αύξησης των επιτοκίων την Πέμπτη 27 Ιουλίου, δηλώνοντας επίσης ότι δεν υπάρχει ταβάνι επιτοκίων στη μάχη με την ακρίβεια.
Το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ διαμορφώνεται στο 3,50% και θα αυξηθεί στο 3,75% στην επόμενη συνεδρίαση. Οι αναλυτές πιστεύουν ότι η κίνηση του Ιουλίου δεν θα είναι η τελευταία για φέτος. Η ανάπαυλα του Αυγούστου δίνει τη δυνατότητα στους κεντρικούς τραπεζίτες της Ευρωζώνης, οι οποίοι συνεδριάζουν ξανά στις 14 Σεπτεμβρίου, να εξετάσουν τα νέα δεδομένα και να λάβουν τις οριστικές αποφάσεις, με γνώμονα τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν για να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατόν η μείωση του πληθωρισμού στο 2%.
Σχολιάζοντας τα όσα συνέβησαν στο ετήσιο φόρουμ της ΕΚΤ στη Σίντρα, η Morgan Stanley προέβλεψε ότι το τελικό επιτόκιο καταθέσεων στην Ευρωζώνη θα φτάσει στο 4% τον Σεπτέμβριο. Στην κεντρική της ομιλία, η Λαγκάρντ τόνισε ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει υπερβολικά υψηλός και ότι η στρατηγική της ΕΚΤ βασίζεται σε δύο καθοριστικά στοιχεία: α) τη διαμόρφωση των επιτοκίων σε «επαρκώς περιοριστικά» επίπεδα και β) τη διατήρησή τους εκεί για όσο χρειαστεί.
Τα νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό δείχνουν ότι υποχώρησε στο 5,5% τον Ιούνιο, από 6,1% τον Μάιο, όταν τα τελευταία 30 χρόνια διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 2,2%. Όμως ο δομικός πληθωρισμός, ο δείκτης στον οποίο βασίζεται η ΕΚΤ για να αυξήσει ή όχι τα επιτόκια, γιατί δεν επηρεάζεται από τις τιμές της ενέργειας, ενισχύθηκε στο 5,4%. Η ευρύτερη τάση του πληθωρισμού είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά η ΕΚΤ ανησυχεί ότι θα καθυστερήσει πολύ να φτάσει στα επιθυμητά επίπεδα για να αντιμετωπιστεί η κρίση κόστους διαβίωσης που μαστίζει την Ευρώπη.
Η φύση των πληθωριστικών προκλήσεων στην Ευρωζώνη αλλάζει συνεχώς, είπε η Λαγκάρντ και γι’ αυτό δεν είναι προκαθορισμένη η στρατηγική με την οποία θα αντιμετωπιστεί η ακρίβεια και θα επιστρέψει ο πληθωρισμός στο 2%. Ταυτόχρονα, η δέσμευση της Λαγκάρντ και της ΕΚΤ να αυξηθούν τα επιτόκια όσο χρειάζεται και να παραμείνουν υψηλά επίσης για όσο χρειαστεί, αυξάνουν την πιθανότητα ύφεσης στην Ευρώπη.
Η αύξηση των τιμών εξαιτίας των αυξήσεων στους μισθούς, που γίνονται εξαιτίας της ακρίβειας, παραμένει ο κορυφαίος κίνδυνος που παρακολουθεί και εξετάζει η ΕΚΤ. Στη Φρανκφούρτη εκφράζονται εκτιμήσεις που θέλουν τον συγκεκριμένο κίνδυνο να αντιμετωπίζεται μόνο μέσω μιας ύφεσης, την οποία θα πρέπει να προκαλέσει η ΕΚΤ, διατηρώντας τα επιτόκια υψηλότερα για περισσότερο. Η μεταβαλλόμενη φύση των προκλήσεων κάνει πιο δύσκολο το έργο της κεντρικής τράπεζας και μέχρι στιγμής η άποψη που επικρατεί είναι ότι θα δούμε δύο ακόμη αυξήσεις επιτοκίων, από τη στιγμή που η οικονομία αντέχει.
Μελέτη της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη 29 Ιουνίου έδειξε ότι η εταιρική κερδοφορία στην Ευρωζώνη αυξήθηκε σε ιστορικό υψηλό στο α’ τρίμηνο του 2023, καθυστερώντας την πολυπόθητη μείωση των περιθωρίων κέρδους, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων. Σύμφωνα με τη μελέτη, δεν είναι οι μισθοί, αλλά τα εταιρικά κέρδη που κρατούν ψηλά τον πληθωρισμό.
Τα εύπορα κυρίως νοικοκυριά συνεχίζουν να ξοδεύουν από τα χρήματα που θεωρητικά μάζεψαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να αυξάνουν ή να διατηρούν ψηλά τις τιμές, με αφορμή ή πραγματική αιτία τη μεγάλη μεταβλητότητα των ενεργειακών τιμών το 2022. Έτσι, το σοκ που ήθελε να προκαλέσει η ΕΚΤ με τις διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων δεν έχει φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Όλα αυτά βοηθούν την ΕΚΤ να αποφασίσει πιο εύκολα να διατηρήσει στα σημερινά επίπεδα τις χρηματοδοτικές συνθήκες για να νικήσει την ακρίβεια.