THEPOWERGAME
«Η διαχείριση των γεγονότων κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών θα ήταν πιο δύσκολη εάν οι μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ δεν είχαν επάρκεια κεφαλαίων ή ρευστότητας», δήλωσε αυτήν την εβδομάδα ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Τζερόμ Πάουελ. Οι τριγμοί στον τραπεζικό κλάδο από την κρίση των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ και η εσπευσμένη εξαγορά της Credit Suisse από την UBS εξακολουθούν να είναι αισθητοί από τον περασμένο Μάρτιο. Πόσο μάλλον όταν επικρατεί ανησυχία και για την πορεία των οικονομιών υπό το βάρος της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.
Τα stress tests, που ολοκληρώθηκαν πρόσφατα στον αμερικανικό τραπεζικό κλάδο αποτέλεσαν μια υπενθύμιση των επιπτώσεων που μπορεί να προκληθούν σε μια μεγάλη κρίση και ενέτειναν την κριτική για τη χαλάρωση των κριτηρίων κεφαλαιακής επάρκειας των περιφερειακών τραπεζών της χώρας. Αν και τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας πέρασαν τα τεστ της Fed, οι προβλεπόμενες ζημιές από το χειρότερο σενάριο υπολογίστηκαν περίπου στα 541 δισ. δολάρια, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που ενδεχομένως να υπάρξουν σε μια τραπεζική κρίση. Μετά την κατάρρευση τριών από τις μεγαλύτερες περιφερειακές τράπεζες στις ΗΠΑ, η Fed τέθηκε στο στόχαστρο για τον ρόλο που διαδραμάτισε τα προηγούμενα χρόνια στην επιβολή ενός ηπιότερου ρυθμιστικού πλαισίου για τα μεσαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, τροπολογίες στο Κογκρέσο που μετέπειτα επικυρώθηκαν από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, το 2018.
Μετά την κατάρρευση των Silicon Valley Bank, Signature Bank και First Republic μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, η προσοχή των αγορών στράφηκε στην αποδυναμωμένη Credit Suisse της Ελβετίας, με την UBS να προχωρά βεβιασμένα στην εξαγορά της λόγω άσκησης πιέσεων από την ελβετική κυβέρνηση. Έχοντας αναλάβει έκτοτε την επίλυση ενός κυκεώνα προβλημάτων, η UBS ανακοίνωσε προ ημερών πως θα προχωρήσει στην απόλυση πάνω από ήμισυ των υπαλλήλων της Credit Suisse. Απώτερος στόχος της UBS είναι να μειωθεί το συνολικό εργατικό δυναμικό και των δυο τραπεζών κατά 30%, ένα ποσοστό που αντιστοιχεί σε 35.000 υπαλλήλους.
Στην Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ζητεί από τις τράπεζες να αποσαφηνίσουν πως προτίθενται να αντιμετωπίσουν μια κρίση ρευστότητας εάν υπάρξουν μαζικές εκροές κεφαλαίων από πελάτες. Πληροφορίες του Bloomberg αποκάλυψαν την περασμένη εβδομάδα πως η ΕΚΤ εξετάζει στενά τη χρονική διάρκεια που μπορεί να ορθοποδήσει μια τράπεζα με τη διαθέσιμη ρευστότητα της και χωρίς πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Σημειωτέον ότι οι εκροές κεφαλαίων από πελάτες της Credit Suisse είχαν ήδη ξεπεράσει τα 100 δισ. δολάρια μέσα στο δ’ τρίμηνο του 2022, με την ελβετική τράπεζα να είναι ήδη εξαιρετικά αποδυναμωμένη λίγο πριν βρεθεί στα όρια της κατάρρευσης τον Μάρτιο.
Αξίζει να τονισθεί πως η απότομη αύξηση των επιτοκίων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, οδήγησε τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια σε λογιστικές απώλειες λόγω της πτωτικής πορείας των τιμών στα ομόλογα σε συνάρτηση με την αύξηση των αποδόσεων τους. Αυτή η παράμετρος προκάλεσε ανασφάλεια μεταξύ επενδυτών και μεγάλων καταθετών, αποσύροντας αυτόματα τα κεφάλαια τους από τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ.
Συν τοις άλλοις, αρκετοί δανειολήπτες δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στα υψηλότερα επιτόκια των δανείων τους. Σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αυτήν την εβδομάδα, ο Αντρέα Ενρία , πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τόνισε πως οι καθυστερήσεις στην εξυπηρέτηση των δανείων έχουν αυξηθεί, γεγονός που αποδίδεται στη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.
Με τον πληθωρισμό και τις οικονομίες να αντιστέκονται στις αυξήσεις των επιτοκίων, οι κεντρικοί τραπεζίτες των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της Ευρωζώνης – Τζερόμ Πάουελ, Άντριου Μπάλεϊ και Κριστίν Λαγκάρντ- δεσμεύτηκαν την Τετάρτη από τη Σίντρα της Πορτογαλίας πως θα διατηρήσουν υψηλό το κόστος δανεισμού όσο χρειαστεί. Δεδομένου του υψηλού πληθωρισμού και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν με τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής παρά τους κινδύνους για μεγαλύτερη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.