THEPOWERGAME
Με νέα εργοστάσια παραγωγής φαρμάκων -κυρίως γενοσήμων-, εκσυγχρονισμό παραγωγικών μονάδων και κλινικές μελέτες κλιμακώνουν το τρέχον διάστημα τα επενδυτικά τους πλάνα στην Ελλάδα εγχώριες και διεθνείς φαρμακοβιομηχανίες.
Πρόκειται για επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο ενός πενταετούς σχεδιασμού που εγκαινιάστηκε πέρυσι με στόχο συνολικές επενδύσεις άνω των 1,2 δισ. ευρώ στη χώρα.
Το μέτρο του συμψηφισμού μέρους του clawback με επενδύσεις του κλάδου επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητά του καθώς επέτρεψε την απελευθέρωση σημαντικής επενδυτικής δυναμικής από ελληνικές και ξένες φαρμακοβιομηχανίες.
Ως αποτέλεσμα και των κινήτρων καταγράφεται αύξηση των επενδύσεων, μεταξύ των οποίων στρατηγικές επενδύσεις που έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο ενισχύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο κύκλος άνοιξε με επενδύσεις άνω του μισού δισ. ευρώ που εντάχθηκαν πριν από ένα χρόνο περίπου και ενισχύθηκαν έκτοτε, με βιομηχανίες όπως η DEMO, η ELPEN, η Win Medica, η Rafarm να ανακοινώνουν πλάνα άνω των 300 εκατ. ευρώ συνολικά για κατασκευή μονάδων παραγωγής φαρμάκων και δραστικών ουσιών, ερευνητικών κέντρων, καθώς και για προώθηση του οικοσυστήματος των startups. Αξιοσημείωτες παραγωγικές επενδύσεις υλοποιεί η ΒΙΑΝΕΞ, με ένα διαχρονικό επενδυτικό πρόγραμμα ανεξάρτητο από τα κίνητρα, που δίνει ώθηση στους στόχους της να επεκταθεί εκτός συνόρων. Αξιόλογες επενδύσεις προωθούν και άλλες φαρμακοβιομηχανίες όπως η Bennet, η Unipharma, η Medicair Bioscience Laboratories κ.α..
Ταυτόχρονα με τις παραγωγικές επενδύσεις αυξάνεται και ο αριθμός των κλινικών μελετών. Πλέον αδειοδοτούνται πάνω από 200 ετησίως από 130-150 προ πανδημίας. Οι ρυθμοί σήμερα είναι πολύ υψηλότεροι αλλά και οι δυνατότητες της Ελλάδος είναι πολύ μεγαλύτερες.
Επενδύσεις σε έρευνα
Ο τομέας έρευνας και ανάπτυξης (R&D) αποτελεί ειδικό κεφάλαιο, λαμβάνοντας υπόψη και τις μεταρρυθμίσεις που προωθούνται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Σημειώνεται ότι η πανδημία έδωσε ισχυρή ώθηση στην έρευνα σε όλο τον κόσμο. Οι κλινικές μελέτες για την Covid-19 έφταναν τις 5.000 σχεδόν ένα χρόνο μετά την εμφάνιση της νόσου, με την Ευρώπη να πρωταγωνιστεί. ΗΠΑ και EE πρόσφεραν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης ενώ ειδικά στην Ευρώπη, πέρα από την έρευνα για τον SARS-Cov-2, επενδύονται ετησίως πάνω από 36 δισ. ευρώ για κλινικές μελέτες. Η Ελλάδα υστερεί απορροφώντας περίπου 100 εκατ. ευρώ, δηλαδή πέντε φορές λιγότερα από τα κεφάλαια που προσελκύει η Ουγγαρία, 30 φορές λιγότερα από αυτά της Δανίας και 70 φορές λιγότερα από τα αυτά του Βελγίου. Απόσταση υπάρχει και με γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος, σύμφωνα με μελέτη της PwC για λογαριασμό του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) που δημοσιεύθηκε πριν από δύο χρόνια περίπου.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι φαρμακοβιομηχανίες διεκδικούν κίνητρα και αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας προκειμένου να επιταχυνθούν οι εγκρίσεις σε αιτήματα κλινικών δοκιμών, καθώς είναι αυτές που θα προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις προσφέροντας ταυτόχρονα σε ασθενείς ευκαιρίες πρόσβασης σε νέες θεραπείες και ιατροφαρμακευτική φροντίδα υψηλού επιπέδου.
Ο αντίκτυπος των επενδύσεων
Εν κατακλείδι, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία χαρακτηρίζεται από έντονη επενδυτική δυναμική και εξωστρέφεια, καθώς οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες αναπτύσσουν, παράγουν και εξάγουν ποιοτικά φάρμακα πρώτης γραμμής σε περισσότερες από 140 χώρες. Οι επενδύσεις ύψους 1,2 δισ. ευρώ θα έχουν πολλαπλασιαστική αξία στα δημόσια έσοδα, στο ΑΕΠ της χώρας και στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ για τη φαρμακοβιομηχανία (2021), η ανταποδοτικότητα της επένδυσης για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων εκτιμάται στο 86% του ποσού της επένδυσης, ενώ και η αύξηση των εσόδων του Δημοσίου αντιστοιχεί στο 22,5% της επενδυτικής δαπάνης. Επίσης, σημαντική είναι η συμβολή της λειτουργίας των νέων μονάδων στο ΑΕΠ, με τη συνολική πολλαπλασιαστική επίδραση να αντιστοιχεί στο 130% της επενδυτικής δαπάνης.
Εκτός όμως από τις σημαντικές επιδράσεις στην οικονομία, οι επενδύσεις της φαρμακοβιομηχανίας έχουν έντονο κοινωνικό πρόσημο. Διασφαλίζουν την επάρκεια φαρμάκων στην εγχώρια αγορά, θωρακίζουν το σύστημα υγείας και φαρμακευτικής φροντίδας προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει έκτακτες κρίσεις, ενώ παράλληλα βελτιώνεται η πρόσβαση των ασθενών σε περισσότερες θεραπείες.
Επιπλέον, η ολοκλήρωση του επενδυτικού προγράμματος των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών θα φέρει πιο κοντά το στόχο της ανάδειξης της χώρας σε κόμβο φαρμακευτικής έρευνας και παραγωγής για την ΝΑ Ευρώπη.
Οι δύο προκλήσεις
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ολοκλήρωση των επενδύσεων και η απελευθέρωση των αναπτυξιακών δυνάμεων της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας προϋποθέτουν την αλλαγή της φαρμακευτικής πολιτικής.
- Η διατήρηση της υποχρηματοδότησης της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, πρωτίστως δημιουργεί προβλήματα στην απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα όρια των φαρμακευτικών προϋπολογισμών παραμένουν καθηλωμένα εδώ και μια εξαετία ενώ οι ανάγκες αυξάνονται συνεχώς και νέες και ολοένα ακριβότερες θεραπείες κυκλοφορούν στην αγορά.
- Ταυτόχρονα όμως η υποχρηματοδότηση οδηγεί και στην επιβάρυνση της φαρμακοβιομηχανίας με τεράστιες υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές rebate και clawback καθώς τα όρια των φαρμακευτικών προϋπολογισμών είναι χαμηλά και δεν αρκούν για την κάλυψη των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών. Το ύψος των επιβαρύνσεων αυτών είναι πολύ υψηλό στη χώρα μας σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι άμεσες και έμμεσες επιβαρύνσεις οδηγούν στην αφαίμαξη του 70% του κύκλου εργασιών της εγχώριας βιομηχανίας φαρμάκου. Αυτή η υπέρμετρη επιβάρυνση υπονομεύει την διεθνή ανταγωνιστικότητα του κλάδου ενώ στερεί πολύτιμα επενδυτικά κεφάλαια που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας με αντίκτυπο στην κοινωνία και την εθνική οικονομία.
Τέλος, παράγοντες της αγοράς σημειώνουν ότι για το μέτρο του συμψηφισμού μέρους του clawback με επενδύσεις του κλάδου κρίνεται αναγκαία μια ολιστική μεταρρύθμιση του συστήματος με σταθερούς όρους και κανόνες, η οποία θα οδηγήσει σε εξορθολογισμό του συστήματος των επιστροφών.