THEPOWERGAME
Μια μακροχρόνια εξασθένιση της γερμανικής βιομηχανίας με αρνητικές επιπτώσεις στις οικονομικές επιδόσεις της χώρας είναι πια ορατός κίνδυνος καθώς χάθηκε το συγκριτικό πλεονέκτημα του άφθονου και φθηνού φυσικού αερίου από τη Ρωσία ενώ η μετάβαση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας γίνεται σήμερα εσπευσμένα ύστερα από μια μακρά αδράνεια επενδύσεων σε υποδομές. Μια πρόσθετη δυσκολία σε αυτήν τη συγκυρία είναι πως το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη θα παραμείνει υψηλό διότι ο πληθωρισμός δεν θα χαλιναγωγηθεί εύκολα στον στόχο του 2% και έτσι η χρηματοδότηση έργων θα είναι δαπανηρή για κυβερνήσεις και εταιρείες.
Η τεχνητή ύφεση που σημειώθηκε στη Γερμανία το εξάμηνο που έληξε τέλη Μαρτίου συμπαρέσυρε όλη την Ευρωζώνη, αντιστρέφοντας τη θετική επίδραση που ασκούνταν όλα τα προηγούμενα χρόνια από την ισχυρότερη οικονομία των 19 κρατών-μελών. Στην πτωτική πορεία του δείκτη Υπευθύνων Προμηθευτών (ΡΜΙ) επί ενδέκατο διαδοχικό μήνα απεικονίζεται η σταθερή συρρίκνωση του μεταποιητικού κλάδου έως τον Ιούνιο. Οι παραγγελίες μειώθηκαν αυτόν τον μήνα με τους ταχύτερους ρυθμούς του τελευταίου οκταμήνου λόγω της διστακτικότητας των πελατών και της αξιοποίησης των αποθεμάτων. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος εδώ και έναν χρόνο, υποχωρώντας τελευταία στο -25,4 αντί του -23 που προβλέπονταν αρχικά.
Ανάγκη για αύξηση των δημοσίων δαπανών τονίζει ο ΟΟΣΑ
Υπάρχουν δε και μεμονωμένες αδυναμίες που γεννούν ερωτήματα για τη βιομηχανική ισχύ της Γερμανίας σε βάθος χρόνου. Η καθυστέρηση των αυτοκινητοβιομηχανιών να προχωρήσουν στην ηλεκτροκίνηση, η κλιματική κρίση που προκαλεί όλο και πιο συχνά την πτώση της στάθμης του νερού στον Ρήνο και έτσι δυσχεραίνει τη μετακίνηση εμπορευμάτων και η διστακτικότητα του Βερολίνου να δρομολογήσει γενναία μέτρα για την πράσινη μετάβαση της οικονομίας, όντας προσηλωμένο στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Στην έκθεση για τη γερμανική οικονομία που δημοσιεύτηκε τον Μάιο, ο ΟΟΣΑ σημείωσε πως θα χρειαστούν δημόσιοι πόροι για να επιταχυνθεί η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση της χώρας και να ξεπεραστεί το αδιέξοδο της αναβάθμισης των υποδομών. Ο διεθνής οργανισμός αναφέρει, επίσης, πως «θα πρέπει να βελτιωθεί η ποιότητα των δημόσιων δαπανών με καλύτερη στόχευση και αξιολόγηση των αντίκτυπων». Συμπληρώνει πως απαιτείται «μια ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες που θα επιτρέψουν επαρκείς επενδυτικές δαπάνες».
Ένας από τους βιομηχανικούς ομίλους της Γερμανίας που συνοψίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η BASF. Δρομολογώντας την επέκταση της παρουσίας της στην Κίνα, την 2η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, η BASF ετοιμάζει το κλείσιμο μονάδων στο τεράστιο εργοστασιακό σύμπλεγμα του Λούντβιχσχαφεν με στόχο τη μείωση των ετήσιων δαπανών κατά 200 εκατ. ευρώ έως τα τέλη του 2026. Σχεδιάζει, επίσης, την κατάργηση 2.600 θέσεων εργασίας μέσα σε αυτό το διάστημα στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για τη μόνιμη μείωση της παρουσίας της στην Ευρώπη, όπως είχε ανακοινωθεί τον περασμένο Φεβρουάριο. Την ίδια ώρα, η BASF έχει ξεκινήσει την κατασκευή ενός άλλου εργοστασιακού συμπλέγματος στην Κίνα στο πλαίσιο ενός μεγαλόπνοου επενδυτικού σχεδίου 10 δισ. ευρώ.
Ανταγωνισμός από τις επιδοτήσεις-μαμούθ που δίνονται στις ΗΠΑ
Συν τοις άλλοις, ο ανταγωνισμός για την προσέλκυση νέων επενδύσεων έχει ενταθεί από τις ΗΠΑ μετά την υιοθέτηση του Νομοσχεδίου για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act, IRA), το οποίο περιλαμβάνει επιδοτήσεις-μαμούθ, συνολικού ύψους 369 δισ. δολαρίων, για τη μετάβαση της οικονομίες σε «πράσινες τεχνολογίες».
Όπως επισημαίνει το Επίσημο Φόρουμ Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Ινστιτούτων (Official Monetary and Financial Institutions Forum, OMFIF), καθώς η γερμανική οικονομία επιταχύνει σήμερα την απεξάρτηση της από τον χάλυβα και τη πυρηνική ενέργεια, το κόστος αυτού του εγχειρήματος υπολογίζεται στα 600 δισ. ευρώ. Αν και το μεγαλύτερο σκέλος θα προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα, η μετάβαση αυτή δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά από τραπεζικό δανεισμό. Αν και η χρηματοδότηση στη Γερμανία προέρχεται, κυρίως, από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι αγορές κεφαλαίου της χώρας και της Ευρώπης θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω. Προς το παρόν, το επενδυτικό περιβάλλον στη Γερμανία είναι δύσκολο για τους ξένους επενδυτές, γράφει ο Τέιλορ Πιρς στην ιστοσελίδα του OMFIF.