THEPOWERGAME
Πολυάριθμα είναι τα δημοσιεύματα στον γερμανικό τύπο για τις εκλογές της Κυριακής που μιλούν για σίγουρη νίκη του Μητσοτάκη. «Η δύναμη του Μητσοτάκη βασίζεται κυρίως στην αδυναμία της αντιπολίτευσης», λέει η Süddeutsche Zeitung.
«Η νίκη είναι σίγουρη για τον Μητσοτάκη» είναι ο τίτλος στην ανάλυση της Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) για τις βουλευτικές εκλογές. «Όπως υποδηλώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, το εκλογικό αποτέλεσμα κατά πάσα πιθανότητα δεν θα διαφέρει από εκείνο του Μαΐου», γράφει η εφημερίδα της Φρανκφούρτης. «H ‘Νέα Δημοκρατία’ μπορεί να υπολογίζει ότι η απήχησή της φτάνει το 40% των ψήφων. Ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, που κυβερνούσαν από το 2015 ως το 2019, θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι αν διατηρήσουν το αποτέλεσμα του Μαΐου, με 20%. Σοβαρή πιθανότητα να γίνει και πάλι πρωθυπουργός ο Τσίπρας δεν υπάρχει εδώ και πολύ καιρό, αν και είχε διαφανεί για λίγο, μετά από ένα πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα, τον Φεβρουάριο».
Στο ίδιο μήκος κύματος η οικονομική επιθεώρηση Handsleblatt σημειώνει ότι «ο Μητσοτάκης ποντάρει στην απόλυτη πλειοψηφία» και «ελπίζει σε ξεκάθαρη εντολή για τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής πορείας του». Εστιάζοντας στην οικονομική πολιτική, η Handelsblatt αναφέρει, στην ιστοσελίδα της, ότι «επί του παρόντος η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ευρωζώνης, της οποίας τα κρατικά ομόλογα θεωρούνται junk, δηλαδή δεν συνιστώνται για επένδυση. Οι αναλυτές της JP Morgan αναμένουν ότι τρεις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης- Fitch, Standard & Poors και DBRS- θα προάγουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα ως το τέλος του χρόνου, εφόσον οι εκλογές της Κυριακής οδηγήσουν σε σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία για τον Μητσοτάκη. Οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει την αναβάθμιση. Τα δεκαετή ελληνικά ομόλογα είναι τόσο περιζήτητα, που η απόδοσή τους κυμαίνεται περίπου 30 μονάδες βάσης κάτω από τα αντίστοιχα ιταλικά, αν και εκείνα διαθέτουν την επενδυτική βαθμίδα».
Η αδυναμία της αντιπολίτευσης
Η Süddeutsche Zeitung εκτιμά ότι η «Νέα Δημοκρατία» μπορεί να επιτύχει υψηλά ποσοστά, ακόμη και σε προπύργια της Αριστεράς και διερωτάται πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Ο απεσταλμένος της εφημερίδας αναζητεί απαντήσεις στα εργατικά προάστια του Πειραιά, συνομιλεί με τον κόσμο και καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η δύναμη του Μητσοτάκη βασίζεται κυρίως στην αδυναμία της αντιπολίτευσης. Και στο επιμελώς φροντισμένο προφίλ του ως ευφυούς εκσυγχρονιστή, σε συνδυασμό με το απλό σύνθημα ‘σταθερότητα ή χάος’. Είναι τόσο ανθεκτικό, που εξοστρακίζει όλες τις αναποδιές των τελευταίων μηνών. Τις παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων από τις μυστικές υπηρεσίες, το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, στο οποίο σκοτώθηκαν τουλάχιστον 57- κυρίως νέοι- άνθρωποι. Και επίσης τη βίαιη συμπεριφορά απέναντι σε αιτούντες άσυλο στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, τις παράνομες επαναπροωθήσεις, τις πρόσφατες αιτιάσεις εναντίον της ακτοφυλακής ότι ήταν τουλάχιστον συνυπεύθυνη για το τραγικό ναυάγιο (στα ανοιχτά της Πύλου)».
«Σκληρή μεταναστευτική πολιτική»
Στη μεταναστευτική πολιτική, με αφορμή το ναυάγιο της Πύλου, εστιάζει και η εφημερίδα Die Welt. Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που ήταν πρωθυπουργός μέχρι τα τέλη Μαΐου και- σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις- θα ξαναγίνει μετά τις εκλογές της Κυριακής, η ελληνική μεταναστευτική πολιτική έχει μετατραπεί σε μία από τις πιο σκληρές σε όλη την Ευρώπη. Παρά ταύτα, ή μάλλον ακριβώς γι αυτόν τον λόγο, ο Μητσοτάκης μπορεί να υπολογίζει στην εύνοια των ψηφοφόρων».
Η Rheinische Post του Ντίσελντορφ επισημαίνει ότι «το ναυάγιο μπορεί να απασχολεί την κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ τις τελευταίες δέκα ημέρες, αλλά δεν αναμένεται να επηρεάσει τη έκβαση των εκλογών της Κυριακής. Άλλα είναι τα προβλήματα που ανησυχούν τον κόσμο, όπως ο πληθωρισμός, η κατάσταση στην αγορά εργασίας και η πολιτική για την υγεία. Στον αγώνα κατά της ακρίβειας η Ελλάδα ήδη καταγράφει επιτυχίες: τον Μάιο, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο πληθωρισμός κυμαινόταν στο 4,1%, αισθητά κάτω από το 6,1% που ήταν ο μέσος όρο της ευρωζώνης. Ο αριθμός των ανέργων έχει μειωθεί στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δώδεκα ετών»