THEPOWERGAME
Αδιαμφισβήτητα ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους οικονομικούς κλάδους της Ελλάδας, συνεισφέροντας σχεδόν 15% στο ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό που ξεπερνά και το 30%, αν συνυπολογιστούν οι έμμεσες οικονομικές του επιπτώσεις. Η συμβολή του στην απασχόληση, άμεσα ή έμμεσα, φτάνει και το 40%. Την ίδια ώρα, οι επενδύσεις στον τουρισμό ξεπερνούσαν τα 3 δισ. ευρώ το 2019, με το ποσό αυτό να εκτιμάται ότι θα εκτοξευτεί φέτος και τα επόμενα χρόνια, κρίνοντας από τα όσα ανακοινώνονται το τελευταίο διάστημα, μεταξύ αυτών και mega projects.
Ο τουρισμός όμως δεν έχει μόνο θετικές επιπτώσεις. Και πλέον αγριεύει η συζήτηση σε ό,τι αφορά τις αρνητικές του επιπτώσεις -ειδικά μετά την έκρηξη που έφερε το τέλος της πανδημίας στη ζήτηση για ταξίδια, από την οποία όλοι προσπαθούν να πάρουν μερίδιο με οποιονδήποτε τρόπο. Έτσι, οι καταγγελίες για άναρχη δόμηση σε πολλούς δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς και οι εξωφρενικές πολεοδομικές αυθαιρεσίες δίνουν και παίρνουν. Δασικές εκτάσεις και αιγιαλοί καταπατώνται, αποκόπτοντας την πρόσβαση των κατοίκων και δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στο περιβάλλον.
Τουριστική ανάπτυξη, αλλά με τι όρους;
Σε αυτό το σκηνικό θα πρέπει να προστεθεί και η σημαντική επιβάρυνση που προκαλούν στο περιβάλλον τόσο οι αεροπορικές, μεταφορές όσο και τα κρουαζιερόπλοια. Είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times, που συνυπογράφουν συντάκτες από το Λονδίνο και τη Μαδρίτη, για τα ευρωπαϊκά λιμάνια που «πνίγονται» από τα τοξικά αέρια που εκλύουν τα κρουαζιερόπλοια. Όπως αναφέρουν, τα 218 κρουαζιερόπλοια που προσέγγισαν πέρυσι τα ευρωπαϊκά λιμάνια εξέπεμψαν 509 τόνους οξειδίων του θείου, αερίων που έχει αποδεχτεί ότι προκαλούν όξινη βροχή και μπορεί να επιδεινώσουν τυχόν αναπνευστικά προβλήματα. Το 2019 τα αέρια αυτά έφτασαν τους 465 τόνους. Δεν είναι τυχαίο ότι ευρωπαϊκά λιμάνια, όπως η Μαγιόρκα, η Μασσαλία, το Ντουμπρόβνικ και η Σαντορίνη, έχουν επιβάλει περιορισμούς στην προσέγγιση κρουαζιερόπλοιων.
Για να μη μιλήσουμε για την αύξηση του θορύβου που προκαλούν τόσο τα μέσα μεταφοράς, όσο και οι διάφορες δραστηριότητες των τουριστών. Και πάλι έρχεται στο προσκήνιο το Ντουμπρόβνικ ως παράδειγμα, που απαγορεύει πλέον τη χρήση βαλιτσών με ροδάκια λόγω θορύβου, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύει απρεπείς συμπεριφορές που συνήθως προκύπτουν από μεθυσμένους τουρίστες (κοιμούνται και ουρούν σε δημόσιους χώρους, σκαρφαλώνουν σε μνημεία, καταναλώνουν αλκοόλ δίπλα σε σχολεία κ.λπ.).
Από την άλλη, η συγκέντρωση επισκεπτών σε συγκεκριμένους προορισμούς για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, έχει αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιβάρυνση των υποδομών, οι οποίες συχνά καταρρέουν (διακοπές ρεύματος, νερού, προβλήματα στην αποχέτευση και στη διαχείριση απορριμμάτων, κ.ά.). Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης του ΙΝΣΕΤΕ, το 2022, από τις σχεδόν 217 εκατ. διανυκτερεύσεις, το 85,9% πραγματοποιήθηκε στις εξής πέντε περιφέρειες: Νοτίου Αιγαίου (23,7%), Κρήτης (19,3%), Αττικής (16,2%), Κεντρικής Μακεδονίας (15,6%) και Ιονίων Νήσων (11,1%). Ούτε η χωρική, ούτε η χρονική επέκταση του τουρισμού έχει επιτευχθεί στη χώρα μας και οι όποιες αποσπασματικές κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση αποδεικνύονται αναποτελεσματικές.
Ταυτόχρονα, στα αστικά κέντρα και στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς και χωρίς κανέναν σχεδιασμό φέρουσας ικανότητας, δημιουργώντας πιέσεις τόσο στην αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης, όσο και στον κλάδο της φιλοξενίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι φέτος η είσοδος πολλών νέων κλινών ανά την επικράτεια έχει οδηγήσει σε μείωση της πληρότητας σε όλα τα είδη καταλυμάτων, δημιουργώντας τριγμούς στη βιωσιμότητά τους. Η εξαγορά «ροζ» ή «κόκκινων» δανείων από funds σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί υγιής ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
Το κόστος των διακοπών
Και μπορεί οι επενδύσεις να έχουν οδηγήσει σε αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, αυτό όμως έχει οδηγήσει και σε αύξηση της τιμής του προϊόντος. Με δεδομένη την ακρίβεια λόγω αύξησης του πληθωρισμού, που μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, οι επιλογές διακοπών για τους Έλληνες συρρικνώνονται. Η πρόσφατη μελέτη του Συνδέσμου Επιχειρήσεων & Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) δείχνει ότι σχεδόν ένας τους δύο Έλληνες φέτος θα επιλέξει διακοπές σε εξοχικό και μόλις ένα 9% θα μείνει σε ξενοδοχείο.
Στα δημοσιεύματα για την αύξηση του κόστους διακοπών, οι ξενοδόχοι αντιπαραθέτουν «τον θρίαμβο του ελληνικού τουρισμού από το 2010 και μετά, που μέσα σε πρωτόγνωρες συνθήκες καθιέρωσε τη χώρα ως ένα από τα πέντε σημαντικότερα παγκόσμια brands», όπως αναφέρει σε σχετικό του tweet ο διευθύνων σύμβουλος της Sani/Ikos και πρώην πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Ανδρέας Ανδρεάδης. Και συμπληρώνει: «Η δυνατότητα των συμπολιτών μας να απολαμβάνουν τις ίδιες υπηρεσίες έχει να κάνει με το συνολικό βιοτικό τους επίπεδο και την ανάπτυξη της χώρας και όχι με την τουριστική ζήτηση, που σε κάθε περίπτωση μόνο θετικά συμβάλει στο εισόδημα».
Και ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Ρέτσος, με tweet αναφέρει για τον τουρισμό: «Ως ένας τομέας που αποδεδειγμένα προσέφερε και προσφέρει, έχει προοπτικές ανάπτυξης, αλλά και τεράστιες προκλήσεις, και λόγω αλλαγών στη διεθνή συγκυρία, αλλά και λόγω διαχρονικής αντιμετώπισης στο εσωτερικό ως μία δραστηριότητα που αναπτύσσεται αυθόρμητα, χρειάζεται ουσιαστικό διάλογο για το μέλλον του και συμφωνία πάνω στη στρατηγική».
Και οι δύο πρώην επικεφαλής του ΣΕΤΕ παραπέμπουν στο Στρατηγικό Σχέδιο που έχει προτείνει ο Σύνδεσμος.
Το θέμα της αειφόρας ανάπτυξης του τουρισμού δεν μια συζήτηση που είναι απλώς της μόδας. Είναι επιτακτική ανάγκη, τόσο για τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος (αυτού που αποτελεί τη βάση του τουριστικού προϊόντος της χώρας), όσο και για τη βιωσιμότητα της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας.
Η ανάπτυξη του τουρισμού οφείλει να σημαίνει πρώτα και πάνω απ’ όλα ευημερία της ίδιας της τοπικής κοινωνίας.