THEPOWERGAME
Την αξιοποίηση του δικτύου υπόγειων αποθηκευτικών χώρων (το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη) για το φυσικό αέριο της Ουκρανίας εξετάζουν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να μην επιστρέψει η μεγάλη αβεβαιότητα που επικράτησε πέρυσι τον χειμώνα για την ενεργειακή επάρκεια των κρατών-μελών. Αν και τα αποθέματα φυσικού αερίου στη Γηραιά Ήπειρο φθάνουν στο 70,4% της συνολικής χωρητικότητας των αποθηκευτικών χώρων, αντανακλώντας ένα ικανοποιητικό επίπεδο για την εποχή, το ράλι των τιμών την περασμένη εβδομάδα υπενθύμισε πόσο ευμετάβλητο παραμένει το περιβάλλον.
Μπορεί οι τιμές του φυσικού αερίου να υποχωρούσαν τη Δευτέρα πάνω από 6% και να κινούνταν χαμηλότερα των 30 ευρώ τη μεγαβατώρα, αλλά σήμερα εκτινάχθηκαν πάλι κατά 16%. Η αύξηση στη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας προσεγγίζει το 40% καθώς οι επενδυτές ζυγίζουν το πώς θα διαμορφωθεί το τοπίο για την ενεργειακή επάρκεια της ΕΕ από το β’ εξάμηνο του 2023 και έπειτα. Τεχνικές δυσκολίες ανάγκασαν τη Νορβηγία να αναβάλει για τις 14 Ιουνίου την επαναλειτουργία του εργοστασίου επεξεργασίας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στο Χάμερφεστ. Παράλληλα, ο αγωγός Turkstream, ο οποίος μεταφέρει φυσικό αέριο από τη Ρωσία στην Τουρκία μέσω της Μαύρης Θάλασσας, δεν λειτουργεί λόγω εργασιών συντήρησης.
Στόχος της ΕΕ είναι να έχει ενισχύσει τα αποθέματά της στο 90% έως τις αρχές Νοεμβρίου για να επιβιώσουν οι οικονομίες της. Είναι, όμως, αυτό αρκετό για την περαιτέρω ανάπτυξή τους; Ο δείκτης Υπευθύνων Προμηθευτών (ΡΜΙ) για τον κλάδο της μεταποίησης την Ευρωζώνη κινείται κάτω από το 50 -που είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη συρρίκνωση- από πέρυσι τον Ιούνιο, παρουσιάζοντας διάφορες διακυμάνσεις, αλλά σε αυτά και μόνον τα επίπεδα. Οι ανάγκες για εξοικονόμηση ενέργειας και η αύξηση των επιτοκίων ανάγκασαν αρκετές βιομηχανικές μονάδες να μετριάσουν την παραγωγή τους.
Για να μην επαναληφθεί το κλίμα πανικού που επικράτησε πέρυσι, οι οικονομίες της Ευρώπης χρειάζονται μεγαλύτερους αποθηκευτικούς χώρους, όπως οι εγκαταστάσεις Bilche-Volytsko-Uherske, οι οποίες βρίσκονται περίπου 60 μίλια μακρύτερα από τα σύνορα της Ουκρανίας με την ΕΕ, όπως αναφέρει σε σχετικό άρθρο το πρακτορείο Bloomberg. Μια τέτοια προοπτική διαφαίνεται ως πρακτική λύση, δεδομένου του ρόλου που διαδραμάτιζε η Ουκρανία, ως βασικού μεσάζοντα στη μεταφορά φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη, πριν κηρύξει τον πόλεμο η Μόσχα στο Κίεβο.
Στόχος, η ισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά
Από τον περσινό Φεβρουάριο, με την κατάρρευση των σχέσεων ανάμεσα στο Κρεμλίνο και τη Δύση λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι κυβερνήσεις έχουν δαπανήσει περίπου 646 δισ. ευρώ σε μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Αν και δεν επαληθεύτηκαν τα χειρότερα σενάρια, που ήθελαν την ΕΕ να καταρρέει αφού έχασε τον βασικό προμηθευτή της φυσικού αερίου, δηλαδή τη Ρωσία, οικονομικοί αναλυτές ανησυχούν για τη βιομηχανική προοπτική της Ευρώπης ύστερα από την τεχνητή ύφεση που σημειώθηκε στη Γερμανία και κατ’ επέκταση στην Ευρωζώνη το εξάμηνο που έληξε τέλη Μαρτίου.
«Οι αποθηκευτικοί χώροι στην Ουκρανία μπορούν να εξασφαλίσουν μια ισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2023, εάν ληφθεί υπόψη πως έχουν μια εξαιρετική σύνδεση με τις αγορές φυσικού αερίου της ΕΕ», σχολίασε ο όμιλος υπηρεσιών κοινής ωφέλειας RWE AG, στο αμερικανικό πρακτορείο. Βέβαια, επικρατεί μια ανησυχία για την ασφάλεια των αποθηκευτικών χώρων στην Ουκρανία, οι υποδομές της οποίας γίνονται συστηματικά στόχος επιθέσεων της Ρωσίας. Αλλά γνώστες του θέματος επισημαίνουν πως οι αποθηκευτικοί χώροι φυσικού αερίου στην Ουκρανία βρίσκονται δύο χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια της γης και έχουν χωρητικότητα πάνω από 30 δισ. κυβικά μέτρα. Η Ukrtransgaz, η οποία διαθέτει 12 υπόγειες εγκαταστάσεις σε όλη την Ουκρανία, υπολογίζει πως θα μπορούσε να διαθέτει το ένα τρίτο της συνολικής χωρητικότητας, μια ποσότητα που αναλογεί στο 10% της ευρωπαϊκής ζήτησης στο διάστημα του δ’ τριμήνου του 2022. Έτσι, το Κίεβο αναμένεται να αποκτήσει και μια πρόσθετη πηγή εσόδων όσο ο πόλεμος συνεχίζεται για δεύτερο έτος.