THEPOWERGAME
Πέρυσι τον Νοέμβριο, όταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονταν σε έναν πυρετό διαβουλεύσεων για να εξασφαλίσουν εναλλακτικούς προμηθευτές φυσικού αερίου μετά την κατάρρευση των σχέσεων με τη Ρωσία, υπήρχαν αναλυτές που εκτιμούσαν πως οι τιμές στη Γηραιά Ήπειρο δεν θα υποχωρούσαν κάτω από τα 100 ευρώ τη μεγαβατώρα πριν από το 2025.
Σήμερα οι τιμές έχουν υποχωρήσει στα 26 ευρώ τη μεγαβατώρα, με την προοπτική για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης να διαφαίνεται λιγότερο δυσοίωνη για τον επόμενο χειμώνα. Η ΕΕ κατάφερε να επιβιώσει, παρά τη μείωση των ροών φυσικού αερίου της Gazprom στο 8% από το 45% των συνολικών εξαγωγών προ ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Υπήρξαν, ωστόσο, επιπτώσεις.
Διαψεύστηκαν προσδοκίες που ήθελαν τη γερμανική οικονομία, την ισχυρότερη της Ευρώπης, να διαφεύγει έστω και οριακά από τον κίνδυνο ύφεσης. Την περασμένη εβδομάδα η εθνική στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας αναθεώρησε προς τα κάτω τα στοιχεία του ΑΕΠ για το α’ τρίμηνο του 2023, καταγράφοντας τελικά συρρίκνωση 0,3%, πέραν του αντίστοιχου 0,5% που σημειώθηκε το δ’ τρίμηνο του 2022. Επιβεβαιώθηκε, ως εκ τούτου, πως η Γερμανία βρέθηκε σε ύφεση λόγω της ενεργειακής κρίσης που ενέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία και ανάγκασε τα νοικοκυριά να μειώσουν τις δαπάνες τους. Αυτή η εξοικονόμηση πόρων, ωστόσο, φαίνεται να λειτούργησε ευεργετικά για την ενεργειακή επάρκεια της Γερμανίας, μαζί με τον ήπιο χειμώνα.
Υπολογισμοί της Berenberg Bank κάνουν λόγο για μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην ΕΕ έως και 25% τον περσινό Νοέμβριο σε σχέση με τον μέσο όρο της περιόδου 2017-2011. Καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος Οκτωβρίου-Μαρτίου η κατανάλωση φυσικού αερίου στη Γερμανία ήταν χαμηλότερη κατά 17%. Παρέμεινε χαμηλότερη κατά 15% τον Μάρτιο σε όλη την ΕΕ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο των προηγούμενων ετών. Έτσι, τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Ευρώπη παραμένουν υψηλά, θέτοντας τις σωστές προδιαγραφές για τον χειμώνα του 2023.
Οι οικονομολόγοι της Berenberg επισημαίνουν πως τα αποθέματα φυσικού αερίου βρίσκονται στο 66% του συνολικού αποθηκευτικού χώρου στην ΕΕ, δηλαδή είναι υψηλότερα 23% σε σχέση με έναν χρόνο πριν και κοντά στο ανώτατο όριο που ίσχυε την περίοδο 2015-2020. Οπότε «η ΕΕ βρίσκεται σε καλό δρόμο για να φθάσουν σε πληρότητα οι αποθηκευτικοί της χώροι έως τα τέλη Οκτωβρίου του 2023», αναφέρουν οι οικονομολόγοι της γερμανικής τράπεζας. Εντούτοις, οι κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν ήδη δαπανήσει 250 δισ. ευρώ παραπάνω από το φυσιολογικό σε εισαγωγές φυσικού αερίου, ένα ποσό που αναλογεί περίπου στο 1,6% του περσινού ονομαστικού ΑΕΠ των κρατών-μελών.
Μάρτιν Μπρουντερμίλερ της BASF: «Είμαστε αφελείς ως κοινωνία»
Πέραν τούτου, οι τιμές του φυσικού αερίου παραμένουν σχεδόν διπλάσιες συγκριτικά με την περίοδο 2015-2019, αναφέρει η Berenberg. Έτσι, η βιομηχανία στην ΕΕ και ειδικότερα τη Γερμανία θα συνεχίσει να δέχεται πιέσεις. Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε πρόσφατα ο διευθύνων σύμβουλος της BASF, Μάρτιν Μπρουντερμίλερ. «Είμαστε αφελείς ως κοινωνία, διότι όλα φαίνεται να είναι καλά», είπε στο πρακτορείο Bloomberg.
«Τα προβλήματα που έχουμε στη Γερμανία συσσωρεύονται», είπε ο επικεφαλής της BASF, αναφερόμενος στην πρόκληση του φυσικού αερίου μαζί με άλλες παραμέτρους, όπως την ενεργειακή μετάβαση σε πόρους με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων. Υπογράμμισε πως έρχεται μια μεταβατική περίοδος για τη χώρα. Πληροφορίες του Politico αποκάλυψαν προ μηνών πως η κατανάλωση φυσικού αερίου στις εργοστασιακές εγκαταστάσεις της BASF στη Γερμανία ήταν όση ολόκληρης της Ελβετίας προ του πολέμου στην Ουκρανία.
Αναλυτές κάνουν λόγο για την απώλεια της βιομηχανικής ισχύος στην Ευρώπη σε βάθος χρόνου, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εκτιμά πως η γερμανική οικονομία θα παρουσιάσει τις χαμηλότερες επιδόσεις από κάθε άλλη χώρα της ομάδας των G7 μέσα στο 2023. Από τον περσινό Οκτώβριο η BASF είχε αναγγείλει τη μόνιμη μείωση των δραστηριοτήτων της στη Γηραιά Ήπειρο, ενώ έρευνες θέλουν το 9% όλων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Γερμανίας να μεταφέρουν μονάδες στο εξωτερικό. Οπότε, αν και οι φόβοι για μια ενεργειακή ανεπάρκεια στην Ευρώπη έχουν εξασθενήσει, επιμένουν οι ανησυχίες για τη βιομηχανική ισχύ της Ευρώπης.