THEPOWERGAME
Επισκιάζονται οι πιθανότητες επαναφοράς των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας σε μια ομαλή πορεία μετά τη Σύνοδο Κορυφής των G7 στη Χιροσίμα. Τουναντίον. Φάνηκε πως για μία ακόμη φορά πως η γεωπολιτική, με γνώμονα την περιφρούρηση της εθνικής ασφάλειας σε όλα τα πεδία, υπερέχει των οικονομικών συμφερόντων, ακόμη και αν αυτά είναι αμοιβαία.
Η εντολή που έδωσε το Πεκίνο να μην αγοράζουν οι κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας τσιπ μνήμης από την αμερικανική Micron αποτελεί συνακόλουθο του κοινού ανακοινωθέντος που εξέδωσαν οι G7 μετά τη σύνοδο κορυφής που διεξήχθη από την περασμένη Παρασκευή μέχρι την Κυριακή. Μια ακόμη ισχυρή ένδειξη της αποστασιοποίησης της Δύσης από το Πεκίνο αποτέλεσε η υποχώρηση των κερδών επενδυτικών τραπεζών -όπως οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Deutsche Bank- από τις δραστηριότητες τους στην Κίνα.
«Το ανακοινωθέν των G7 είναι δηκτικό ως προς την Κίνα με κάθε δυνατό τρόπο», δήλωσε ο Γου Χιντού, πρύτανης του Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Φουντάν της Σαγκάης, στους Financial Times. «Μειώνει την όποια επιθυμία της Κίνας να συνεργαστεί με τους G7 σε θέματα που τους αφορούν», πρόσθεσε. Από την άλλη πλευρά, ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, δήλωσε το περασμένο Σάββατο πως τα συμπεράσματα από τη σύνοδο των G7, δηλαδή των επτά ισχυρότερων οικονομιών του ανεπτυγμένου κόσμου, δεν θα επηρεάσουν τα διαβήματα που γίνονται για μια μελλοντική επίσκεψη της υπουργού Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, και της υπουργού Εμπορίου, Τζίνα Μαρί Ραϊμόντο, στην Κίνα.
Στο κοινό ανακοινωθέν, το οποίο προκάλεσε την αντίδραση της Κίνας, οι G7 ζήτησαν από την Κίνα να ασκήσει πιέσεις στη Μόσχα για να σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τόνισαν, επίσης, πως επιζητούν «εποικοδομητικές και σταθερές» σχέσεις με το Πεκίνο, καταδεικνύοντας πως οι ΗΠΑ μαζί με την Ιαπωνία έπεισαν χώρες της Ευρώπης, ειδικότερα τη Γερμανία και τη Γαλλία, να υιοθετήσουν μια αυστηρότερη στάση απέναντι στο Πεκίνο. Αναφορά έγινε, επίσης, στις εντάσεις που επικρατούν στο Στενό της Ταϊβάν.
Ναι μεν η κινεζική οικονομία παραμένει απαραίτητη στις εφοδιαστικές αλυσίδες, αποδυναμώνονται, όμως, οι δεσμοί που έχουν καλλιεργηθεί με τη Δύση κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Την περασμένη Κυριακή, η Υπηρεσία Κυβερνοχώρου της Κίνας ανακοίνωσε πως η Micron, η μεγαλύτερη κατασκευάστρια τσιπ μνήμης στις ΗΠΑ, αποτελεί «σημαντικό κίνδυνο ασφάλειας στην εφοδιαστική αλυσίδα του κρίσιμου τομέα πληροφορικής». Κατόπιν τούτου, έδωσε εντολή να παύσουν να προμηθεύονται προϊόντα οι εγχώριες εταιρείες από τη Micron.
Η απόφαση αυτή, η οποία ελήφθη στον απόηχο της συνόδου στη Χιροσίμα, θεωρήθηκε πως είναι αντίποινα σε μια σειρά περιοριστικών μέτρων των ΗΠΑ, που απαγορεύουν στις εταιρείες τεχνολογίας να εξάγουν κρίσιμα εξαρτήματα στην Κίνα. Πέρυσι τον Οκτώβριο επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ περιορισμοί στις εξαγωγές τσιπ προς την Κίνα, με την Ιαπωνία και την Ολλανδία να ακολουθούν τα βήματα της Ουάσινγκτον. Μετά τον εντοπισμό ενός κατασκοπευτικού ιπτάμενου μπαλονιού από την Κίνα στον εναέριο χώρο των ΗΠΑ τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, ακύρωσε μια επίσκεψη που είχε προγραμματιστεί εκείνη την περίοδο στο Πεκίνο.
Παρ’ όλα αυτά, πολιτικοί αναλυτές θεωρούν πως ακόμη και το Πεκίνο δεν θα παραιτηθεί από τις προσπάθειες για μια θετική εξέλιξη στις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Η οικονομική συνεργασία μεταξύ των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου παίζει κρίσιμο ρόλο, παγκοσμίως. Οι τράπεζες της Δύσης, παραδείγματος χάριν, έχουν δαπανήσει ολόκληρα χρόνια για να επενδύσουν στην Κίνα, ακόμη και χωρίς μεγάλο αντίκρισμα, ελπίζοντας σε υψηλότερες προσόδους στο μέλλον. Σήμερα ελλοχεύει ο κίνδυνος να παγιωθεί η επιδείνωση του κλίματος μεταξύ των δυο χωρών. Δεδομένης αυτής της προοπτικής, αρκετές τράπεζες της Δύσης δεν έχουν επεκτείνει τις δραστηριότητές τους στην Κίνα.