THEPOWERGAME
Το επιχειρηματικό κλίμα στην Κίνα αλλάζει, ως αποτέλεσμα και του γεωπολιτικού χάσματος που χωρίζει πλέον τις δύο υπερδυνάμεις εκατέρωθεν του Ειρηνικού. Και το αποτέλεσμα αρχίζει να γίνεται αισθητό στους «μεγάλους παίκτες» της Wall Street, τη Goldman Sachs, τη Morgan Stanley, τη JPMorgan Chase αλλά και τις Citigroup και Bank of America, που αναζητούν -προς το παρόν όχι και τόσο ανοιχτά- στρατηγικές μείωσης της έκθεσής τους. Το στοίχημα είναι δύσκολο, ιδιαίτερα για τους τραπεζικούς γίγαντες που έχουν δαπανήσει δισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία χρόνια, επενδύοντας σε κοινοπραξίες διαχείρισης κινητών αξιών και περιουσιακών στοιχείων στην Κίνα.
Έτσι, η Goldman Sachs αναθεωρεί τις προβλέψεις για τον πενταετή σχεδιασμό της και η Morgan Stanley σχεδιάζει να μην προχωρήσει στο χρηματομεσιτικό της σκέλος στην Κίνα, και να ανοιχθεί μόλις κατά 150 εκατ. δολάρια στα παράγωγα και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης. Ταυτόχρονα οι περικοπές στις θέσεις εργασίας που πραγματοποιεί παγκοσμίως, θα ανέλθουν στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού σε ένα ποσοστό περί του 7%. Συνολικά από τον Σεπτέμβριο του 2022, τουλάχιστον 100 θέσεις εργασίας έχουν χαθεί, ενώ η
Goldman Sachs έδειξε την έξοδο σε περίπου το 1/10 των εργαζομένων της.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg, περίπου 10-20% των υψηλόβαθμων στελεχών των τραπεζών στη χώρα δεν θα λάβουν μπόνους φέτος και περίπου το 50% θα δουν μειώσεις-ρεκόρ, ενώ οι περικοπές θέσεων εργασίας στη επενδυτική τραπεζική αναμένεται να φτάσει το 10% μέσα στο 2023.
Τι είχε προηγηθεί
Τα πράγματα έδειχναν διαφορετικά μετά την άρση των περιορισμών στον χρηματοοικονομικό τομέα της Κίνας το 2018, οπότε το Πεκίνο επέτρεπε πλέον σε ξένες εταιρείες να έχουν τον πλήρη έλεγχο της εγχώριας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και των εσωχώριων τραπεζικών, ασφαλιστικών, χρηματομεσιτικών βραχιόνων τους.
Οι Morgan Stanley, Goldman Sachs και JP Morgan θέλησαν να επωφεληθούν. Τον Φεβρουάριο, η Morgan Stanley έλαβε το πράσινο φως από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Κίνας (CSRC) για να αναλάβει μετοχικό έλεγχο της επενδυτικής κοινοπραξίας Morgan Stanley Huaxin Funds.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Ντικ Μπόουβ, τραπεζικός αναλυτής και επικεφαλής οικονομικής στρατηγικής στο Odeon Capital Group, «οι κινεζικές τράπεζες ελέγχουν πλήρως την αγορά» και οι κρατικοί υπάλληλοι, μετά από χρόνια εμπειρίας σε κοινοπραξίες με δυτικούς, έχουν «μειωμένη ανάγκη για αμερικανική τεχνογνωσία».
Οι κολοσσοί περιορίζουν την έκθεσή τους
Σύμφωνα με το Bloomberg, οι JPMorgan, Citigroup Inc., Bank of America Corp. και Morgan Stanley είχαν συνολική έκθεση στην κινεζική αγορά της τάξης των 48 δισ. δολαρίων το 2022, μειωμένη κατά 16% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Και αυτό ενώ αρκετές τράπεζες δαπάνησαν περισσότερα από 4 δισ. δολάρια τα τελευταία χρόνια για να αποκτήσουν τον έλεγχο των κοινοπραξιών κινητών αξιών και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
Ένας άλλος παράγοντας που επηρέασε σημαντικά την κερδοφορία, ήταν η επιβολή αυστηρών κανόνων από το Πεκίνο, που έκανε πιο δύσκολες τις αρχικές δημόσιες εγγραφές σε ξένα χρηματιστήρια. Το γεγονός αυτό, συνδυαστικά με τους αμερικανικούς λογιστικούς ελέγχους σε κινεζικές εταιρείες, σχεδόν έκανε να στερέψει αυτή η πηγή κερδοφορίας για τους κολοσσούς της Wall Street.
Έπειτα η κινεζική κυβέρνηση, επικαλούμενη λόγους ασφαλείας, επέβαλε σαρωτικούς περιορισμούς στις συμβουλευτικές εταιρείες. Όπως δήλωσε το Εμπορικό Επιμελητήριο της ΕΕ στην Κίνα, αυτή η καταστολή «στέλνει ένα ανησυχητικό μήνυμα και εντείνει την αβεβαιότητα που αισθάνονται οι ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα», ενώ
«οι εξελίξεις δεν ευνοούν την αποκατάσταση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων». Εταιρείες χρηματοοικονομικών δεδομένων όπως η Wind Information Co. σταμάτησαν πρόσφατα να παράσχουν αναλυτικές πληροφορίες για κινεζικές εταιρείες σε πελάτες από το εξωτερικό.
Σε μία ακόμη εξέλιξη, πυροδοτημένη από την ασταθή κινεζική κτηματομεσιτική αγορά, η αγορά υπεράκτιων ομολόγων, που κάποτε ήταν βασικός μοχλός των ασφαλιστικών προμηθειών για εταιρείας όπως η HSBC Holdings Plc και η Goldman, υποχώρησε μετά από χρεοκοπίες πολλών κινεζικών εταιρειών ακινήτων.
Και βέβαια, υποχώρησαν και οι κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό, ακόμη μία πηγή συμβουλευτικών εσόδων για τους ξένους κολοσσούς. Πέρυσι, οι κινεζικές εταιρείες ανακοίνωσαν συμφωνίες 44 δισ. δολαρίων. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό από το 2008 και υποπολλαπλάσιο του κινεζικού επενδυτικού ζενίθ του 2016, με 223 δισ. δολάρια.
Αν και κάποιες εξελίξεις είναι παράλληλες, οι περισσότερες έρχονται στο φόντο των αυξημένων ανταγωνισμών και δυσπιστίας μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. «Οι αλλαγές στους υπολογισμούς κάνουν το κόστος του να κάνει κάποιος μπίζνες στην Κίνα υψηλότερο και τις ανταμοιβές πολύ χαμηλότερες» υποστηρίζει ο καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης, Μαρκ Γουίλιαμς. «Αυτές οι παγκόσμιες τράπεζες είναι ευάλωτες στις πολιτικές δράσεις, που θα μπορούσαν να επιφέρουν σοβαρή οικονομική ζημιά στους μετόχους τους».
«Οι τράπεζες της Wall Street θα έπρεπε να είχαν υπολογίσει τα γεωπολιτικά ρίσκα εδώ και πολύ καιρό» εκτιμά ο Τσεν Ζιγού, καθηγητής Οικονομικών στην Επιχειρηματική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ. «Μέσα στην επόμενη πενταετία, το καλύτερο σενάριο γι’ αυτές είναι να αλλάξει κατεύθυνση η Κίνα και να επιστρέψει σε μία πολιτική ανοιχτών θυρών και μεταρρυθμίσεων της αγοράς… Πρόκειται για ένα εξαιρετικά απίθανο σενάριο, όχι πάντως και αδύνατο».
Επί του παρόντος, δημοσίως οι «μεγάλοι» της Wall Street εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την Κίνα μία μεγάλη ευκαιρία, σημειώνοντας πως δεν σκοπεύουν να φύγουν, ειδικά έχοντας επενδύσει τόσα πολλά. Κατ’ ιδίαν, στελέχη της Wall Street σχολιάζουν πως είναι δύσκολο να διατηρηθούν οι ισορροπίες, ειδικά καθώς στις ΗΠΑ έρχεται προεκλογική χρονιά, με τη ρητορική σε βάρος της Κίνας από όλες τις πλευρές να αναμένεται να ενταθεί κι άλλο.