THEPOWERGAME
Για δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι Ευρωπαίοι μιλούσαν για το μέρισμα ειρήνης, μια ευπρόσδεκτη απελευθέρωση χρημάτων που δεν χρειάζονταν πλέον για την άμυνα και ήταν διαθέσιμα για πιο ευχάριστες και παραγωγικές χρήσεις. Από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, όλα αυτά υποτίθεται ότι άλλαξαν. Ωστόσο, στους 14 μήνες που μεσολάβησαν έκτοτε, η εικόνα σε ολόκληρη την ήπειρο, όσον αφορά την τοποθέτηση χρημάτων εκεί που πραγματικά χρειάζονται, είναι ανομοιογενής. Συνολικά, οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες, σύμφωνα με το κέντρο μελετών SIPRI, αυξήθηκαν εντυπωσιακά πέρυσι, κατά 13%. Ωστόσο, περίπου τα δύο τρίτα του ποσού αυτού εξανεμίστηκαν από τον πληθωρισμό, κάτι που αφορά και τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Ας δούμε πρώτα τη Γερμανία. Ο καγκελάριος της, Olaf Scholz, τρεις ημέρες μετά την εισβολή, υποσχέθηκε μια «Zeitenwende», μια ιστορική αλλαγή. Το βασικό μέτρο ήταν ένα ειδικό ταμείο 100 δισ. ευρώ (110 δισ. δολάρια) που θα χρηματοδοτούνταν από το χρέος για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Ωστόσο, μέχρι στιγμής το ταμείο αυτό είναι σχεδόν ανέγγιχτο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η υπουργός Άμυνας για το μεγαλύτερο μέρος αυτού του χρόνου, η Christine Lambrecht, δεν είχε την εμπειρία. Ο διάδοχός της, ο Boris Pistorius, ο οποίος ανέλαβε τον Ιανουάριο, έφερε έναν νέο δυναμισμό. Όμως, παρ’ όλο που έχουν προβλεφθεί 30 δισ. ευρώ για μεγάλες δαπάνες, όπως τα 35 μαχητικά αεροσκάφη F-35, τα περισσότερα από τα οποία δεν θα παραδοθούν πριν από το τέλος της δεκαετίας, πολύ λίγα χρήματα έχουν καταλήξει σε πραγματικές συμβάσεις.
Ένα άλλο πρόβλημα της Γερμανίας είναι η δυσκίνητη διαδικασία προμηθειών. Χρειάστηκε μέχρι το τέλος του περασμένου έτους μόνο για να προετοιμαστούν οι συμβάσεις για την επιτροπή προϋπολογισμού του κοινοβουλίου, η οποία πρέπει να εγκρίνει κάθε αγορά άνω των 25 εκατ. ευρώ. Η εξεύρεση συναίνεσης εντός της κυβέρνησης συνασπισμού για το πώς θα πρέπει να δαπανηθούν τα χρήματα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Άλλο σημείο προβληματισμού είναι το γεγονός ότι το ταμείο θα χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει τον κατά τα άλλα παγωμένο αμυντικό προϋπολογισμό της Γερμανίας, ύψους 50 δισ. ευρώ, να πλησιάσει τον στόχο του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με τον οποίο κάθε χώρα-μέλος πρέπει να δαπανά τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ της για την άμυνα -ένα ποσοστό που δεν θα επιτευχθεί πριν από το 2024, δέκα χρόνια από τη δέσμευση που ανέλαβε αρχικά η Angela Merkel μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Έπειτα από αυτό, ο προϋπολογισμός θα μπορούσε να μειωθεί και πάλι.
Ακόμα χειρότερα, όπως επισημαίνει ο Bastian Giegerich του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, ενός άλλου κέντρου μελετών, όσο περισσότερο το ταμείο καθυστερεί, τόσο λιγότερα θα αγοράζει. Όσο περισσότερο μένουν τα χρήματα, τόσο περισσότερο διαβρώνονται από τον πληθωρισμό. Ο Rafael Loss, αναλυτής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, εκτιμά ότι αν συμπεριληφθεί και ο ΦΠΑ, το ποσό που απομένει να δαπανηθεί σε υλικό μπορεί να είναι μόνο 50-70 δισ. ευρώ. Ο κ. Giegerich πιστεύει ότι για να φθάσει το απόθεμα πυρομαχικών της Γερμανίας στο επίπεδο που αναμένει το ΝΑΤΟ μπορεί να πρέπει να δαπανηθούν έως και 20 δισ. ευρώ από αυτά. Επί του παρόντος, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας ενδέχεται να διαθέτουν αρκετά μόνο για δύο ημέρες εντατικού πολέμου.
Η Βρετανία διέθετε ποσότητα περίπου οκτώ ημερών, σύμφωνα με προσομοιώσεις πολεμικής εμπλοκής που πραγματοποιήθηκαν το 2021 -καλύτερα, αλλά όχι πολύ. Τα αποθέματα έχουν έκτοτε εξαντληθεί περαιτέρω από τη στρατιωτική υποστήριξη ύψους 2,3 δισ. λιρών (2,9 δισ. δολαρίων) που έχει παράσχει στην Ουκρανία (την πιο γενναιόδωρη στην Ευρώπη). Ωστόσο, τα προβλήματα για τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας με τον δεύτερο μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στο ΝΑΤΟ (περίπου 50 δισ. λίρες ετησίως) είναι βαθύτερα και ευρύτερα. Δεκαετίες περικοπών στον στρατό έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση την ικανότητά του να παρατάξει έστω και μία βαριά μεραρχία (περίπου 30.000 στρατιώτες με άρματα μάχης, πυροβολικό και ελικόπτερα) σε μια σύγκρουση στην οποία εμπλέκεται το ΝΑΤΟ.
Με μόλις 76.000 άνδρες και με περαιτέρω περικοπές στα σκαριά, ο στρατός είναι ο μικρότερος που έχει υπάρξει από την εποχή του Ναπολέοντα. Ο στρατός πρέπει επίσης να τα βγάλει πέρα με απαρχαιωμένα τεθωρακισμένα οχήματα, ενώ δεν πρόκειται να αποκτήσει νέα για χρόνια, λόγω των διαδοχικών καταστροφικών προμηθειών, που κόστισαν δισεκατομμύρια. Ο υπουργός Άμυνας, Ben Wallace, πρώην αξιωματικός του στρατού, περιγράφει τις δυνάμεις του ως «κούφιες».
Η έλλειψη ετοιμοπόλεμου στρατού αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο ο βρετανικός αμυντικός προϋπολογισμός έχει στρεβλωθεί μακριά από τα ενδεχόμενα ενός ευρωπαϊκού χερσαίου πολέμου και προς τις εκστρατευτικές επιχειρήσεις «εκτός περιοχής». Δύο μεγάλα αεροπλανοφόρα τέθηκαν πρόσφατα σε υπηρεσία και χρειάζονται τόσο συνοδεία, όσο και μια συγκεκριμένη έκδοση των F-35, για να πετάνε από αυτά.
Η άλλη μεγάλη επιβάρυνση του βρετανικού προϋπολογισμού είναι ο εκσυγχρονισμός της πυρηνικής αποτροπής. Τέσσερα νέα υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων Dreadnought ναυπηγούνται για να αντικαταστήσουν τα γερασμένα Vanguards, με κόστος τουλάχιστον 31 δισ. στερλίνες. Η Βρετανία επεκτείνει επίσης το οπλοστάσιο των πυραυλικών κεφαλών Trident. Αναμένεται να υπερβεί τον στόχο των δαπανών του ΝΑΤΟ, αλλά η δέσμευση να φθάσει σύντομα το 2,5% έχει αποδυναμωθεί.
Και η Γαλλία επενδύει σημαντικά στην πυρηνική αποτροπή της, αλλά είναι απίθανο να αρχίσει να αντικαθιστά τα τέσσερα υποβρύχια Triomphant μέχρι τη δεκαετία του 2030. Τον Ιανουάριο, ο πρόεδρος Emmanuel Macron δεσμεύτηκε να αυξήσει τις δαπάνες για την επταετία από το 2024 σε 413 δισ. ευρώ, μια αύξηση της τάξεως του 40% σε σχέση με τον τελευταίο κύκλο του προϋπολογισμού, που ξεκίνησε το 2019, γεγονός που αναμένεται να την οδηγήσει πάνω από τον στόχο του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, αν και ο κ. Macron ανέφερε την επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία ως τον κύριο λόγο για τον οποίο «δεν υπάρχει πλέον μέρισμα ειρήνης» και ενθαρρύνει τις γαλλικές αμυντικές επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε μια «πολεμική οικονομία», ο κ. Giegerich λέει ότι η Ουκρανία δεν θα καθορίσει το είδος των επενδύσεων που πιθανόν να κάνει η Γαλλία: «Εξακολουθεί να εξετάζει το περιβάλλον απειλών, περισσότερο από την άποψη της νότιας πτέρυγας και του λεγόμενου “τόξου αστάθειας”, παρά της ανατολικής πτέρυγας και της Ρωσίας».
Καμία αύξηση των δαπανών δεν φαίνεται πιθανή για την Ιταλία υπό τη νέα δεξιά κυβέρνηση της Giorgia Meloni. Σύμφωνα με τον Francesco Vignarca, αναλυτή του στρατιωτικού προϋπολογισμού, παρά τις προηγούμενες υποσχέσεις να φτάσει στο 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2028, η Ιταλία θα αγγίξει φέτος λίγο λιγότερο από το 1,5%,. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι θα διατηρήσει απλώς τις δαπάνες στα σημερινά επίπεδα, ειδικά καθώς η μεγαλύτερη ανησυχία της Ιταλίας για την ασφάλεια είναι μακράν η παράτυπη μετανάστευση και η αναταραχή στο εγγύς εξωτερικό της.
Η σύγκριση με την Πολωνία είναι αναπόφευκτα εντυπωσιακή. Η εξίσου δεξιά κυβέρνηση του Mateusz Morawiecki στοχεύει να δαπανήσει φέτος το 4% του ΑΕΠ. Καμία χώρα στην Ευρώπη, ούτε καν τα τρία κράτη της Βαλτικής, η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία, τα οποία έχουν δεσμευτεί να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες στο 3% του ΑΕΠ, δεν αισθάνεται περισσότερο απειλούμενη από την επιθετικότητα του κ. Putin. Παρά τη συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ, οι απλοί Πολωνοί πιστεύουν ότι αν επικρατήσει στην Ουκρανία, θα είναι οι επόμενοι. Πολωνοί αναλυτές φοβούνται ότι η Ρωσία είναι σε θέση να ανασυγκροτήσει τις χερσαίες δυνάμεις της μέσα σε λίγα χρόνια.
Έτσι, η λίστα αγορών της Πολωνίας είναι τεράστια: 10 δισ. δολάρια για 18 εκτοξευτές πυραύλων HIMARS, 4,6 δισ. δολάρια για αεροσκάφη F-35, καθώς και 96 ελικόπτερα Apache, 250 άρματα μάχης Abrams για 4,9 δισ. δολάρια, έξι ακόμα συστοιχίες αεράμυνας Patriot και πολλά άλλα. Η Πολωνία σχεδιάζει επίσης να διπλασιάσει το μέγεθος του στρατού της σε 300.000 μέσα στα επόμενα 12 χρόνια, με στόχο να είναι σε θέση να παρατάξει έως και έξι καλά εξοπλισμένες μεραρχίες, καθιστώντας την πιθανότατα την ισχυρότερη χερσαία δύναμη στην Ευρώπη. Το πώς ακριβώς η Πολωνία θα πληρώσει για όλον αυτόν τον εξοπλισμό δεν είναι και τόσο σαφές. Μια πρόσφατη πώληση κρατικών ομολόγων χρειάστηκε να ανακληθεί. Αλλά η Πολωνία δεν έχει καμία αμφιβολία για το τι πρέπει να γίνει για να κρατήσει τον λαό της ασφαλή. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, υποστηρίζουν οι Πολωνοί, τους πλησιάζουν, αλλά με μεγάλη καθυστέρηση.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκάλεσε συλλογικό σοκ στην Ευρώπη. Σε ολόκληρη την ήπειρο οι αμυντικοί προϋπολογισμοί αρχίζουν να αυξάνονται. Ωστόσο, η πραγματική δοκιμασία θα είναι πόσο θα διαρκέσει η αίσθηση του επείγοντος και η προθυμία να γίνει κάτι γι’ αυτό.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com