THEPOWERGAME
Ήταν περίπου στα τέλη Αυγούστου του 2019, όταν για πρώτη φορά ο υφυπουργός Οικονομικών, κ. Γιώργος Ζαββός, συναντήθηκε από τη θέση αυτή ως αρμόδιος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τον ήδη γνώριμό του από τις Βρυξέλλες, Αντρέα Ενρία, επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM).
Ακόμη δεν ήταν καν γνωστό, ότι το ελληνικό Asset Protection Scheme – για το οποίο μίλησαν οι δύο άντρες – θα είχε το όνομα Ηρακλής, ούτε ότι θα έπαιρνε ήδη το δρόμο για τη δεύτερη φάση, μέσω του Ηρακλή ΙΙ, που ξεκινάει άμεσα το Μάιο, στο πλαίσιο της 18μηνης παράτασης που κέρδισε η ελληνική κυβέρνηση (τέλη Απριλίου εκπνέει η πρώτη φάση).
Φτάσαμε στο 2021 με τον Αντρέα Ενρία να αποτείνει εύσημα στον Ηρακλή με κάθε ευκαιρία και την Κομισιόν να στηρίζει το εγχείρημα. Τη σκυτάλη της επικρότησης του σχήματος Ηρακλής, παρέλαβε χθες η Ελίζαμπεθ ΜακΚολ μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Supercisory Board, ECB) στο συνέδριο NPL Summit.
Το μήνυμα της ομιλίας της ήταν μεταξύ άλλων ότι ενώ ακόμη δοκιμαζόμαστε όλοι από την κρίση της πανδημίας , μετρώντας και απώλειες από ανθρώπινο δυναμικό, τόσο οι ευρωπαϊκές, όσο προφανέστατα και οι ελληνικές τράπεζες, κατάφεραν να απελευθερώσουν τους ισολογισμούς τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Αναφερόμενη στην επιτυχία του Ηρακλή Ι που πέτυχε ακριβώς αυτό που προαναφέρθηκε, αντιμετωπίζοντας την «κληρονομιά» των κόκκινων δανείων, ως αποτέλεσμα κυρίως της οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε της covid19, η εκπρόσωπος και μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ εξέφρασε την ακόλουθη άποψη:
«Είμαι απόλυτα πεπεισμένη ότι όσο και αν οι διάφορες λύσεις διαχείρισης του συστημικού προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων –είτε με βάση την αγορά, είτε με την πιθανή στήριξη του Δημοσίου τομέα που οδηγούν σε πωλήσεις ή τιτλοποιήσεις δανείων- μπορεί να είναι βοηθητικές δεν θα μπορέσουν όμως ποτέ να υποκαταστήσουν τη ανάγκη ικανοποιητικής και επαρκούς διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου από τις ίδιες τις τράπεζες.
Όσο πιο σύντομα λυθεί το θέμα της ποιότητας του ενεργητικού στους ισολογισμούς, τόσο το καλύτερο για τη συνολική κατάσταση της εγχώριας οικονομίας.
Τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα δεν θα πρέπει να περιμένουν έξωθεν βοήθεια, ούτε με τη μορφή της οικονομικής ανάπτυξης ούτε μέσω της κρατικής στήριξης. Είναι πρωταρχική ευθύνη των τραπεζών να έχουν υπό το βλέμμα τους την ισχυρή διαχείριση πιστωτικού κινδύνου.
Γενικά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει αξιόλογη πρόοδο στην αντιμετώπιση και διαχείριση της βαριάς κληρονομιάς των κόκκινων δανείων. Η Ελλάδα είχε με το τέλος της οικονομικής κρίσης, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ευρωζώνη, αλλά το ποσοστό αυτό άρχισε σταθερά να αποκλιμακώνεται από την έναρξη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Έτσι, το ποσοστό 40% μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2015, περιορίστηκε στο περίπου 28% στο τέλος του τρίτου τριμήνου το 2020.
Αυτό δεν συνέβη τυχαία. Η βελτίωση αυτή το 2020 εξηγείται από τη μία πλευρά από τον τεράστιο όγκο πωλήσεων δανείων, στο πλαίσιο του Ηρακλή Ι καθώς επίσης και από τη μειωμένη εισροή νέων κακών δανείων, χάρη στα moratoria που μπήκαν σε εφαρμογή, ως μέτρο στήριξης από την πανδημία.
Και οι τέσσερεις ελληνικές τράπεζες που είναι κάτω από την εποπτεία της ΕΚΤ – και που συγκεντρώνουν το 95% του δανειακού χαρτοφυλακίου της χώρας – μπήκαν στην Ηρακλή, ή τουλάχιστον έχουν σχέδια ένταξης.
Μόνο στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του, ο Ηρακλής πέτυχε μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών κατά 40%. Παρά τις καθυστερήσεις που οφείλονται στην πανδημία, και οι τέσσερεις μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι της Ελλάδος ολοκλήρωσαν πάνω από 11 δις ευρώ πωλήσεις κόκκινων δανείων το 2020, ποσό που αντιπροσωπεύει αντίστοιχα ετήσια αύξηση των διαθεσίμων κατά περίπου 30%. Ο όγκος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων μειώθηκε σημαντικά, από περίπου 73 δις ευρώ στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2019 σε λιγότερο από 60 δις ευρώ στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2020.
Συστημικές λύσεις σαν τον Ηρακλή έχουν επίσης βοηθήσει να αποκτήσει περισσότερο βάθος η δευτερογενής αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα, ο Ηρακλής βοήθησε να ενισχυθεί η κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών μειώνοντας τα «κακά» δάνεια και καθιστώντας τις τράπεζες πιο ελκυστικές στους διεθνείς επενδυτές, επεκτείνοντας έτσι τις χρηματοδοτικές τους ευκαιρίες στις ξένες αγορές.
Συνοψίζοντας, το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, είπε επί λέξη: «Δεδομένης της επιτυχίας του προγράμματος τιτλοποιήσεων, χαιρετίζουμε την πρόθεση των ελληνικών αρχών να επεκτείνουν το πρόγραμμα (Ηρακλής) εντός του 2022».
Αντίστοιχης άποψης για την ευθύνη των τραπεζών να διαχειρίζονται τον πιστωτικό κίνδυνο και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, είναι ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ένρια, που επίσης, με αφορμή την πανδημία, έθεσε τους άξονες της προσπάθειας επιστροφής στην κανονικότητας, προτείνοντας και συγκεκριμένες λύσεις.
Όπως ανέφερε ο κ. Ενρία, μιλώντας στις αρχές της εβδομάδος στο πανευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό διαδικτυακό συνέδριο της Morgan Stanley με θέμα «European Banks in the post – Covid -19 world», οι τράπεζες οφείλουν να ενσωματώσουν τις αλλαγές που έλαβαν χώρα τον τελευταίο χρόνο και στο πλαίσιο αυτό, να δώσουν έμφαση στη μείωση του κόστους και στον μετασχηματισμό τους σε ψηφιακά ιδρύματα .
Ένα από τα θέματα που έθεσε ο κ. Ενρία, ήταν αυτό των προβληματικών επιχειρήσεων. Κατά τη γνώμη του, οι τράπεζες θα πρέπει να στηρίξουν τις βιώσιμες επιχειρήσεις, κοιτώντας πέραν από τις προσωρινές πιέσεις στη ρευστότητα των επιχειρήσεων, τη δεδομένη συγκυρία. Την ίδια στιγμή, ο τραπεζικός τομέας θα πρέπει να προβεί σε προβλέψεις έναντι μελλοντικών προβληματικών πελατών, να επανεξετάσει το θέμα φερεγγυότητας και να αναζητήσει βιώσιμες και εφαρμόσιμες λύσεις .
Επιμένοντας στην ανάγκη αντιμετώπισης και βελτίωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, ο επικεφαλής του SSM, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου αναφερόμενος σε ορισμένες ευρωπαϊκές τράπεζες που ακόμη δεν έχουν ανταποκριθεί στις προσδοκίες που αναφέρονται στις επιστολές του SSM σχετικά με τη διαχείριση των πιστώσεων . Τα κενά αυτά, είπε, πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπισθούν.