THEPOWERGAME
Όπως έγινε γνωστό, η Γερμανία πρόκειται να κλείσει τους τρεις τελευταίους πυρηνικούς αντιδραστήρες της. Για το Κόμμα των Πρασίνων της χώρας, η απόφαση αυτή είναι ένα μακροχρόνιο όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Εν τω μεταξύ στην Ασία, η πυρηνική ενέργεια βιώνει μια αναγέννηση, παρά τη Φουκουσίμα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το μπέρδεμα που υπάρχει με τους πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας καλά κρατεί. Η Γερμανία έχει τελικά κλείσει ΟΛΟΥΣ τους σταθμούς που είχε στην διάθεσή της εδώ και μερικές δεκαετίες (περίπου 16-17 σταθμούς). Την ίδια ώρα η Γαλλία εξαρτάται κατά 60% της παραγωγής ενέργειας από πυρηνικούς Σταθμούς! Βγάλε άκρη…
Σήμερα που μιλάμε, κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει τελικά. Θυμίζουμε ότι κατά τους επιστήμονες, μετριασμός της Κλιματικής Αλλαγής και «net zero» ή «μηδενικός άνθρακας» χωρίς πυρηνική ενέργεια το 2050 ΔΕΝ μπορεί να επιτευχθεί. Αλλά όπως φαίνεται αυτό δεν είναι ακόμη αποδεκτό από τις κοινωνίες και τους πολιτικούς.
Πέρυσι, η Γερμανική κυβέρνηση βρέθηκε για άλλη μια φορά εγκλωβισμένη σε μια διαμάχη για την πυρηνική ενέργεια που επιτάθηκε με τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία. Στη συμφωνία συνασπισμού τους, το κυβερνών SPD, οι Πράσινοι και το FDP συμφώνησαν να τηρήσουν τη σταδιακή κατάργηση των πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας, η οποία αρχικά αποφασίστηκε υπό την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ το 2011. Ως εκ τούτου, οι τελευταίοι πυρηνικοί σταθμοί επρόκειτο να κλείσουν στα τέλη του 2022. Αλλά η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άλλαξε τα πάντα, επειδή οι προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου στη Γερμανία σταμάτησαν και η κυβέρνηση φοβόταν την έλλειψη ενέργειας. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς αποφάσισε τελικά να παρατείνει την περίοδο λειτουργίας των σταθμών παραγωγής ενέργειας έως τις 15 Απριλίου 2023.
Αξίζει να δούμε συγκριτικά τη στρατηγική των δύο χωρών (Γερμανία – Γαλλία) όσον αφορά την Ενέργεια, για να βοηθήσουμε την κατανόηση της κατάστασης:
Με στοιχεία του έτους 2020, οι δύο χώρες έχουν σχεδόν τις ίδιες ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια, περίπου 500 δις κιλοβατώρες τον χρόνο. Όμως η μεν Γαλλία παράγει το 68% των αναγκών της από πυρηνικούς σταθμούς, η δε Γερμανία το 41% από ορυκτά καύσιμα! Πριν κλείσει τους τελευταίους αντιδραστήρες, η Γερμανία παρήγαγε 11% ενέργεια από πυρηνικούς σταθμούς, ενώ είχε ένα σημαντικό ποσοστό περίπου 33% από ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, σε σχέση με περίπου 10% της Γαλλίας από τις ίδιες πηγές. Να θυμίσουμε ακόμη ότι δεν είναι λίγες οι προσφυγές τοπικών κοινοτήτων στην Γερμανία, ενάντια στις ανεμογεννήτριες που διαταράσσουν – όπως υποστηρίζουν – τα τοπικά οικοσυστήματα. Πολλές φορές οι προσφεύγοντες κερδίζουν τις δίκες στα τοπικά δικαστήρια και ανατρέπουν ή καθυστερούν τις επενδύσεις σε αιολικά πάρκα.
Ταυτόχρονα η Γερμανία εξορύσσει περίπου 114 εκατομμύρια μετρικούς τόνους κάρβουνο, σε σχέση με την Γαλλία που αντίστοιχα εξορύσσει μόλις 2,3 εκατ. μετρικούς τόνους. Από τα λίγα αυτά στοιχεία προκύπτει ότι η διαφορά ενεργειακής στρατηγικής μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τεράστια και μάλλον αγεφύρωτη. Αποκλείεται να προκύψει μία ενιαία στρατηγική στο εγγύς μέλλον. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, απλά χειροτέρευσε τα πράγματα και προσωρινά έστριψε την Γερμανική στρατηγική προς άλλες πηγές ορυκτών καυσίμων, πλην των ρωσικών.
Αν διευρυνθεί η ανάλυση με την προσθήκη και άλλων χωρών, τα πράγματα θα δείχνουν μία ακόμη πιο περίπλοκη εικόνα. Έτσι καταλήγουμε πως αν η Γαλλία λέει «σκόρδο» και η Γερμανία «κρεμμύδι», αν ο ένας λέει «βουνό» και ο άλλος «θάλασσα», αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν πρόκειται να βρεθεί άκρη σύντομα, πόσω μάλλον μία κοινή Ευρωπαϊκή στρατηγική Ενέργειας, παρά τις πολιτικές φραστικές προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Άρα δεν φαίνεται ότι θα βρεθεί εύκολα λύση για το μετριασμό της Κλιματικής Αλλαγής, η οποία θα χτυπάει ακόμη πιο άσχημα με ξηρασία, φωτιές και πλημμύρες κ.ο.κ. Ήδη φέτος βιώσαμε το θερμότερο καλοκαίρι στην Ευρώπη ενώ στοιχεία δείχνουν ότι οι παραγωγές λαδιού και κρασιών (αμπέλια), λόγω ξηρασίας, θα είναι μειωμένες και κακής ποιότητας. Ειδικά για την παραγωγή Ενέργειας, που ευθύνεται περίπου για το 40% των εκπομπών άνθρακα παγκοσμίως, χρειάζεται ταχύτατη δράση και κοινή στρατηγική για να πετύχουμε τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισίου πριν να είναι αργά.