THEPOWERGAME
H ελληνική οικονομία, εν μέσω πρωτοφανών εξωγενών διαταραχών και διάχυτης αβεβαιότητας, έχει καταφέρει να σημειώσει σημαντική πρόοδο μετά τη μεγάλη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, παρουσιάζοντας υψηλή ανθεκτικότητα, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής. Αυτή είναι αποτέλεσμα των εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια και οι οποίες διόρθωσαν σε σημαντικό βαθμό βασικές ανισορροπίες.
Η ικανότητα της χώρας να παράγει διαρθρωτικά πρωτογενή πλεονάσματα αποτελεί σημαντικό στοιχείο αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, καθώς δεν χρειάζεται η λήψη επιπλέον μέτρων για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά της δομής του δημόσιου χρέους, καθιστά τη δυναμική του λόγου χρέους/ΑΕΠ ιδιαίτερα ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές μεσοπρόθεσμα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η ανταγωνιστικότητα σε όρους σχετικών τιμών και σχετικού κόστους εργασίας έχει βελτιωθεί σημαντικά από το 2010 και μετά. Αυτή η επίπονη και εκτεταμένη ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη μεταρρύθμιση του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου καθορισμού των μισθολογικών αυξήσεων και στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας.
Τη διετία 2021-22 οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων ενισχύθηκαν σημαντικά (ανήλθαν σε 2,8% και 3,1% του ΑΕΠ αντιστοίχως, έναντι μέσου όρου 0,9% για την περίοδο 2002-18) και αποτέλεσαν βασικό εργαλείο για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, την προώθηση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης και την εισαγωγή καινοτόμων τεχνολογιών.
Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει σε μεγάλο βαθμό τους ισολογισμούς τους, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι συνθήκες ρευστότητας έχουν βελτιωθεί με την αύξηση του αποθέματος των καταθέσεων και τη σταθερή πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, άνω του ελάχιστου εποπτικού ορίου, ενώ η κερδοφορία βελτιώθηκε σημαντικά το 2022.
Καθοριστική συμβολή στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια και στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης είχε η στήριξη εκ μέρους ευρωπαϊκών θεσμών στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Η δυνατότητα αγοράς τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – ΡΕΡΡ) της ΕΚΤ και η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU (NGEU) αποτελούν δύο σημαντικά παραδείγματα αυτής της συμβολής.
Παρά την πρόοδο σε πολλούς τομείς, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα. Παραδείγματα τέτοιων εγγενών αδυναμιών αποτελούν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, η υστέρηση σε ορισμένες βασικές υποδομές, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ορισμένα κενά στο λεγόμενο “τρίγωνο της γνώσης” (παιδεία – έρευνα ‒ καινοτομία) και οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Το ΑΕΠ της χώρας εξακολουθεί να υπολείπεται των επιπέδων του 2008, ενώ το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων και αυξημένης αβεβαιότητας, θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε κακές πρακτικές του παρελθόντος. Απαιτείται σύνεση, υπευθυνότητα και συνεργασία από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ώστε να διαφυλαχθούν οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου προς όφελος των επόμενων γενεών, και να τεθεί ως πρωταρχικό καθήκον της επόμενης κυβέρνησης (α) το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα αυξήσει την ολική παραγωγικότητα της οικονομίας και (β) η επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα που θα καλύπτουν τους τόκους του δημόσιου χρέους.