THEPOWERGAME
«Όπως ξέρουμε, κάθε Αμερικανός πρόεδρος είναι λίγο Ιρλανδός την Ημέρα του Αγίου Πατρικίου», είχε πει ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, Λίο Βαράντκαρ, εκείνη τη μέρα πριν από έναν περίπου μήνα, «αλλά κάποιοι είναι πιο Ιρλανδοί από άλλους…».
Ο Τζο Μπάιντεν, ο πρώτος καθολικός και ιρλανδικής καταγωγής πρόεδρος των ΗΠΑ από την εποχή του Τζον Φιτζέραλντ-Κένεντι, ακολούθησε τα βήματα του τελευταίου, ο οποίος στις 26-29 Ιουνίου του 1963 είχε κάνει ιστορική επίσκεψη στη γενέτειρα των προγόνων του. Όπως και ο Κένεντι, ο Μπάιντεν συχνά αναφέρεται στην ιρλανδική καταγωγή του, ενώ τη δεκαετία του ’80 ανήκε σε μια ομάδα γερουσιαστών που άσκησαν πιέσεις για μεγαλύτερη διπλωματική πίεση των ΗΠΑ προς τη Βρετανία για την επίλυση του ζητήματος της Βόρειας Ιρλανδίας.
Ο Μπάιντεν χρησιμοποιεί, άλλωστε, το παράδειγμα της βρετανικής κυριαρχίας στο νησί για να εκφράσει τη συμπάθειά του για τους πληθυσμούς που αποτελούν κατατρεγμένες μειονότητες. Πέρυσι το είχε επικαλεστεί στην επίσκεψή του στην Ιερουσαλήμ, όπου σχολίασε πως «το παρελθόν μου και το παρελθόν της οικογένειάς μου είναι Ιρλανδο-αμερικανικό και έχουμε μία μακρά ιστορία -στη βάση της όχι διαφορετική από εκείνη του παλαιστινιακού λαού- με τη Μεγάλη Βρετανία και τη στάση της απέναντι στους Ιρλανδούς καθολικούς για 400 χρόνια».
Οι Ιρλανδοί προ-προ-προ-παππούδες του Μπάιντεν
Οι προ-προ-προ-παππούδες του Μπάιντεν ανήκαν στις οικογένειες Μπλούιτ από την Κάουντι Μάγιο και Φίνεγκαν από την Κάουντι Λάουθ, που, όπως έχει πει, «διέσχισαν τον Ατλαντικό σε πλοία-νεκροφόρες περισσότερα από 165 χρόνια πριν». Ο Πάτρικ Μπλούιτ ήταν επιστάτης σε ορυχεία, ενώ ο Όουεν Φίνεγκαν ένας τσαγκάρης που μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1849. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει και βρετανικές ρίζες, από το Γουέσμπουρν στο Δυτικό Σάσεξ και το Πόρτσμουθ στο Χάμσαϊρ, όμως δεν τις αναδεικνύει εξίσου δημοσίως. Μετά την εκλογική του νίκη το 2020, ένας δημοσιογράφος του BBC του είχε ζητήσει μία «γρήγορη δήλωση» για το βρετανικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο και εκείνος είχε απαντήσει: «Το BBC; Είμαι Ιρλανδός!».
Τη Μεγάλη Τετάρτη ο Αμερικανός πρόεδρος συνάντησε μακρινούς συγγενείς του στη Χερσόνησο Κούλεϊ, όπου πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε για να υποδεχθεί την αποστολή. Αργότερα μετέβη στο Ντάνταλκ, όπου απευθύνθηκε στο κοινό μπροστά από την παμπ Windsor Bar, δηλώνοντας πως οι Ιρλανδοί είναι «οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο που, κατά τη γνώμη του, νοσταλγούν το μέλλον». «Αυτό συμβαίνει γιατί, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, σύμφωνα με την εμπειρία μου, η ελπίδα είναι αυτό που χτυπά στις καρδιές όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα στις καρδιές των Ιρλανδών».
Σε αντίθεση με την επίσκεψη, με μεγάλη συναισθηματική βαρύτητα, στην Ιρλανδία, την εβδομάδα που πέρασε, ο Μπάιντεν δεν το έχει βάλει στο πρόγραμμά του να παρευρεθεί στη στέψη του βασιλιά Καρόλου του Γ’ τον επόμενο μήνα, όπου θα τον εκπροσωπήσει η σύζυγός του, Τζιλ.
Τη Μεγάλη Πέμπτη συναντήθηκε με τον Ιρλανδό πρόεδρο, Μάικλ Ντ. Χίγκινς, στο σπίτι του και φύτεψε μία βελανιδιά, ενώ χτύπησε την Καμπάνα της Ειρήνης, η οποία ανεγέρθηκε το 2008, στη 10η επέτειο από την ειρηνευτική Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Στην τελετή παρευρέθηκαν ο Ιρλανδός αναπληρωτής πρωθυπουργός, Μάικλ Μάρτιν, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, και ο πρώην σταρ του ιρλανδικού ποδοσφαίρου Πολ ΜακΓκραθ.
Η αγάπη για την Ιρλανδία φαίνεται πως ήρθε από τα παιδικά χρόνια του Μπάιντεν στο Σκράντον της Πενσυλβάνια. Σύμφωνα με τον πρώην πρέσβη της Ιρλανδίας στις ΗΠΑ, Ντάνιελ Μάλχαλ: «Έχω πάει εκεί και είναι ενδεχομένως το πιο ιρλανδικό μέρος στην Αμερική. Θυμάμαι ότι συνάντησα όλες τις ιρλανδικές οργανώσεις στη διάρκεια ενός πρωινού και ήταν τόσο πολλές που δεν προλάβαινα να τις μετρήσω». Για τον ίδιο τον Μπάιντεν αναφέρει: «Μιλά συχνά για τον παππού του, Φίνεγκαν, που ήταν γιος δύο Ιρλανδών μεταναστών, ο οποίος καταλαβαίνω ότι πέρασε τις ιστορίες για την παλιά χώρα στον εγγονό. Τα πράγματα που ακούς όταν κάθεσαι στα γόνατα του παππού σου συνήθως δεν τα ξεχνάς ποτέ».
Ο JFK και μία άλλη Ιρλανδία
Παρομοίως και ο Τζ. Φ. Κένεντι συνήθιζε να μνημονεύει την ιρλανδική του καταγωγή, ενώ στην επίσκεψή του στην Ιρλανδία είχε πει στο συγκεντρωμένο πλήθος στο Λίμερικ: «Αυτή δεν είναι η χώρα της γέννησής μου, αλλά είναι η χώρα για την οποία έχω τη μεγαλύτερη αφοσίωση». Άλλωστε και οι δικοί του πρόγονοι είχαν μεταναστεύσει στη Βοστώνη, επίσης στη διάρκεια του Μεγάλου Λιμού τη δεκαετία του 1840.
Ο Μπρένταν Μπόιλ, Δημοκρατικός γερουσιαστής από την Πενσυλβάνια και μέλος της οργάνωσης «Φίλοι της Ιρλανδίας», ο οποίος προσκάλεσε τον Μπάιντεν σε αυτό το ταξίδι, είπε: «Εξήντα χρόνια χωρίζουν το ταξίδι του Τζ. Φ. Κένεντι το 1963 από εκείνο του Τζο Μπάιντεν. Δεν νομίζω ότι καμία άλλη χώρα στον πλανήτη έχει περάσει τόσες αλλαγές μέσα σε αυτές τις έξι δεκαετίες, όσες η Ιρλανδία». Τότε η ανεργία ξεπερνούσε το 20%, η κοινωνία ήταν πολύ συντηρητική, τα ΜΜΕ οπισθοδρομικά, ενώ προετοιμαζόταν το τοπίο για τα ταραγμένα χρόνια συνεχών συγκρούσεων μεταξύ του IRA και του βρετανικού στρατού.