THEPOWERGAME
Στις τράπεζες και την πορεία της ελληνικής οικονομίας αναφέρθηκε ο Γιάννης Στουρνάρας ενώ έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα προς τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας για σύνεση και υπευθυνότητα με στόχο τη διατήρηση του κλίματος εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, που αποτελεί προϋπόθεση για την επιστροφή σε επενδυτική βαθμίδα.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας μιλώντας στο «Βήμα» σημείωσε ότι με τον τρόπο αυτόν θα διαφυλαχθούν όσα έχει ως σήμερα πετύχει η χώρα αλλά και οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου προς όφελος των επόμενων γενεών.
«Η Ελλάδα προσπαθεί να εραιώσει την αξιοπιστία της έναντι της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας λόγω της κρίσης χρέους της προηγούμενης δεκαετίας. Επομένως, η συνέχιση αξιόπιστων οικονομικών πολιτικών, ιδιαιτέρως στον χώρο της δημοσιονομικής πολιτικής, και η διαφύλαξη των σημαντικών επιτευγμάτων των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του παρελθόντος πρέπει να αποτελούν τον φάρο που θα μας καθοδηγήσει στα ταραγμένα νερά της νέας οικονομικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες και πολυεπίπεδες κρίσεις, όπως αυτές που βιώσαμε πρόσφατα (υγειονομική κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση κ.ο.κ.). Συνεπώς, απαιτείται σύνεση και υπευθυνότητα των πολιτικών δυνάμεων καθώς και στήριξη των εθνικών στόχων ώστε να διατηρηθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να συμφωνήσουν στην υλοποίηση των βασικών δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής, ώστε να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία και οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου προς όφελος των επόμενων γενεών» επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Για την επενδυτική βαθμίδα
Αναφορικά με τον χρόνο επιστροφής της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να έλθει η αναβάθμιση, επεσήμανε πως:«Ο στόχος της επιστροφής στην επενδυτική κατηγορία είναι απόλυτα εφικτός για το 2023. Η αναμενόμενη επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, οι καλύτερες των αναμενομένων επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η βελτίωση στη διάρθρωση του δημόσιου χρέους συμβάλλουν σημαντικά σε αυτό. Αναπόφευκτα, η τήρηση των βασικών δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής διευκολύνεται σε ένα περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας, κάτι το οποίο λαμβάνουν υπ’ όψιν οι οίκοι αξιολόγησης, παράλληλα όμως θα αξιολογηθεί και το γεγονός ότι η οικονομία έχει δείξει εξαιρετική ανθεκτικότητα απέναντι σε σημαντικές διεθνείς διαταραχές, προωθώντας παράλληλα σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Βέβαια, στις τελικές αξιολογήσεις οι οίκοι συνυπολογίζουν και ορισμένους ποιοτικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, στο τρέχον περιβάλλον αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών έχουν ήδη σηματοδοτήσει ότι ο αριθμός των υποβαθμίσεων διεθνώς θα είναι μεγαλύτερος από εκείνον των αναβαθμίσεων. Οπότε θα πρέπει πρώτα να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για την επίδοση της οικονομίας προτού πραγματοποιηθεί η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία».
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, τα οφέλη για την ελληνική οικονομία από αυτή την εξέλιξη, περιγράφονται ως εξής: «Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική κατηγορία θα σηματοδοτήσει την επιλεξιμότητα των κρατικών ομολόγων από μεγάλα θεσμικά επενδυτικά κεφάλαια των οποίων τα χαρτοφυλάκια διαρθρώνονται σε συντριπτικά μεγάλο ποσοστό από χρεόγραφα εκδοτών αυτής της κατηγορίας. Ετσι, το άμεσο όφελος αναμένεται να είναι η μεγάλη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης, η οποία θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα των ελληνικών ομολόγων σε εξωγενείς διαταραχές και επεισόδια μεταβλητότητας. Η σημασία της ανθεκτικότητας φάνηκε πρόσφατα, στο επεισόδιο μεταβλητότητας μετά την κατάρρευση τραπεζών στις ΗΠΑ, οπότε οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μειώθηκαν, υποδεικνύοντας ότι αποτέλεσαν «καταφύγιο ασφαλείας’» για επενδυτές, όπως τα υπόλοιπα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης. Παράλληλα, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου θα δώσει τη δυνατότητα για σταδιακή αναβάθμιση, στην επενδυτική κατηγορία, των τραπεζών αλλά και μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων που εκδίδουν ομόλογα σε διεθνείς αγορές. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα ενισχύσει περαιτέρω την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, θα περιορίσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και θα διευκολύνει την πραγματοποίηση επενδύσεων».
Οι εκτιμήσεις για οικονομία και πληθωρισμό
Η εκτίμησή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και του πληθωρισμού την ερχόμενη διετία:
«Η ελληνική οικονομία κατέγραψε ρυθμό ανάπτυξης 5,9% το 2022, αρκετά υψηλότερο από εκείνον της ευρωζώνης που κατέγραψε 3,6%. Tο 2023, σύμφωνα με το βασικό σενάριο προβολών της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται στο 2,2%, ενώ στην ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα κυμανθεί κοντά στο 1%. Η πρόβλεψη για χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης συγκριτικά με εκείνον του 2022 συνδέεται με την προσδοκώμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη, την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και την άρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που υιοθετήθηκαν λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Το 2024 ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να φτάσει το 3% με τις ακόλουθες όμως προϋποθέσεις: η γεωπολιτική κρίση να αποκλιμακωθεί, οι τιμές της ενέργειας να συνεχίσουν την πτωτική τους πορεία και η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ να μην αφήσει μόνιμες ουλές στην οικονομία της ευρωζώνης. Mεσοπρόθεσμα οι προοπτικές για την πορεία των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, παρά την αύξηση των επιτοκίων, εξαιτίας της χρηματοδότησης από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους, δηλαδή από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από το ΕΣΠΑ 2021-2027. Επιπλέον, την εν λόγω περίοδο, πέρα από την αύξηση των επενδύσεων σε χρηματικούς όρους, προβλέπεται και η ποιοτική τους αναβάθμιση, δεδομένου ότι ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό θα αφορά υποδομές (ιδίως στην παραγωγή πράσινης ενέργειας) με υψηλή προστιθέμενη αξία. Οσον αφορά τον πληθωρισμό, με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ήταν ιδιαίτερα υψηλός το 2022, στο 9,3%, κυρίως λόγω της ανοδικής τάσης των τιμών των ενεργειακών αγαθών αλλά και των τιμών των τροφίμων. Αναμένεται σταδιακή επιβράδυνση το 2023, στο 4,4%, και το 2024, στο 3,4%, κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών των βασικών εμπορευμάτων της ενέργειας και των αρνητικών επιπτώσεων βάσης. Αντιθέτως, ο πληθωρισμός των ειδών διατροφής, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών αναμένεται ότι θα συμβάλουν αυξητικά στη δυναμική του πληθωρισμού λόγω της εμμονής που εμφανίζουν αυτές οι κατηγορίες».
Τι είπε για τις τράπεζες
Παράλληλα, εστίασε στις άμυνες των ελληνικών τραπεζών στις τρέχουσες συνθήκες αβεβαιότητας, τονίζοντας πως:
«Τόσο οι ελληνικές όσο και οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επαρκή αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας και είναι σε σαφώς καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν ώστε να αντιμετωπίσουν κλυδωνισμούς, όπως αυτοί που βιώσαμε πρόσφατα. Ειδικά οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει τεράστια βήματα προόδου τα τελευταία έτη και έχουν θωρακίσει σημαντικά τον ισολογισμό τους. Θα ήθελα να επισημάνω επίσης την υψηλής ποιότητα εποπτεία του τραπεζικού τομέα σε Ελλάδα και ευρωζώνη, που συμβάλλει στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας».