THEPOWERGAME
Η αιφνίδια απόφαση του ΟΠΕΚ+ να προχωρήσει σε μείωση της ημερήσιας πετρελαϊκής παραγωγής κατά ένα και πλέον εκατομμύρια βαρέλια έρχεται σε μια περίοδο που οι κυβερνήσεις της Ευρώπης προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις από την αύξηση του κόστους ενέργειας και τροφίμων.
Οι ανοδικές τάσεις στον πληθωρισμό είχαν αρχίσει να αποδυναμώνονται στην Ευρωζώνη χάρις στην αισθητή υποχώρηση των τιμών του φυσικού αερίου από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του περσινού Αυγούστου, δηλαδή μετά τη διακοπή των ροών από τον Nord Stream 1. Όμως, η περαιτέρω μείωση της προσφοράς πετρελαίου αναμένεται να πυροδοτήσει νέες ανατιμήσεις στην ενέργεια, η οποία μαζί με τα τρόφιμα αποτελούν τα πιο ευμετάβλητα στοιχεία του πληθωρισμού.
Οι τιμές των τροφίμων σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αυξάνονται σε πρωτοφανείς ρυθμούς για τα δεδομένα της μεταπολεμικής περιόδου, επισημαίνει η Rabobank Group και το πρακτορείο Bloomberg. Αφενός, ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη υποχώρησε τον Μάρτιο στο 6,9% από το 8,5% τον Φεβρουάριο και το 10,6% πέρσι τον Οκτώβριο διότι η Ευρώπη κατάφερε να αναπληρώσει τις προμήθειες φυσικού αερίου μετά την κατάρρευση των σχέσεων Ρωσίας και Δύσης. Αφετέρου, οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα εξακολουθούν να είναι υψηλές. Τον Φεβρουάριο έφθασαν το 16% στη Γαλλία και ξεπέρασαν το 23% στη Γερμανία.
Οι κυβερνήσεις καταλαμβάνουν προσπάθειες για να αντισταθμίσουν την επίδραση του αυξημένου κόστους διαβίωσης ενώ εξελίσσεται ένα κύμα απεργιών που προκαλεί κλυδωνισμούς στη συνοχή τους. Το «Καλάθι του Πάσχα», το οποίο αναμένεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά με το «Καλάθι του Νοικοκυριού» στην Ελλάδα μέσα στις επόμενες ημέρες, ή ανάλογα μέτρα στην Πορτογαλία, την Πολωνία και την Ισπανία αποσκοπούν στη συγκράτηση των τιμών σε ορισμένα τρόφιμα. Κάποιες φορές, όμως, οι προσπάθειες των κυβερνήσεων οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Ουγγαρία, η οποία αποφάσισε να παρέμβει δυναμικά στην αγορά με την επιβολή πλαφόν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων και έτσι οι έμποροι επωμίστηκαν απώλειες. Για να τις αντισταθμίσουν αύξησαν τις τιμές σε άλλα προϊόντα, με αποτέλεσμα οι συνολικές ανατιμήσεις στα τρόφιμα να φθάνουν τον Φεβρουάριο σχεδόν το 47% σε σχέση με πέρσι.
Στο υψηλό ετών η τιμή της ζάχαρης, ακριβότερα και τα δημητριακά
Εκτός των άλλων, οι κυβερνήσεις καλούνται να διαφυλάξουν τη δημοτικότητά τους και την πολιτική σταθερότητα όταν επικρατεί γεωπολιτική αστάθεια και κατ’ επέκταση υψηλή μεταβλητότητα στις αγορές. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, η τιμή της ζάχαρης στην προθεσμιακή αγορά των ΗΠΑ ξεπέρασε τα 22,4 δολάρια ανά λίβρα, αντανακλώντας το υψηλότερο επίπεδο τουλάχιστον της τελευταίας εξαετίας διότι, μεταξύ άλλων, προβλέπεται πως ένα μεγάλο κομμάτι της παραγωγής θα διοχετευθεί σε βιοκαύσιμα, τα οποία υπόσχονται μεγαλύτερες προσόδους από τις διεθνείς αγορές τροφίμων.
Αν και ο δείκτης τιμών τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) υπολογίζεται πως υποχώρησε τον Φεβρουάριο κατά 18,7% από τα υψηλά επίπεδα του περσινού Μαρτίου, όταν είχε ξεκινήσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι τιμές των δημητριακών παραμένουν υψηλότερες κατά 1,4% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Παρά το ότι συνεχίζονται οι εξαγωγές αγροτικών εμπορευμάτων από τη Ρωσία και την Ουκρανία, οι οποίες μαζί αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού, ο πόλεμος και οι καιρικές συνθήκες σε άλλες χώρες του κόσμου αναμένεται να διατηρήσουν την παγκόσμια παραγωγή όλων των σιτηρών χαμηλότερα κατά 2% το 2022/23, σύμφωνα με το IGC (Παγκόσμιο Συμβούλιο Σιτηρών).
Μέχρι και πρόσφατα ο ΟΠΕΚ+, όπου τα ισχυρότερα κράτη-μέλη είναι η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία, διαβεβαίωνε πως δεν θα προχωρούσε σε περαιτέρω μείωση της ημερήσιας παραγωγής μετά από αυτήν των δυο εκατ. βαρελιών που είχε αποφασιστεί τον περσινό Οκτώβριο. Η απόφαση τότε είχε ληφθεί λίγες εβδομάδες πριν τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου και ένα τετράμηνο αφού ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, είχε επισκεφθεί τη Μέση Ανατολή. Έτσι περιπλέκεται, επίσης, η χάραξη στρατηγικής όχι μόνον των κυβερνήσεων αλλά των κεντρικών τραπεζών για να τιθασεύσουν την άνοδο του κόστους διαβίωσης στη Δύση. Με τους αναλυτές της αγοράς να διαβλέπουν πως οι τιμές του πετρελαίου θα φθάσουν τα 100 δολάρια το βαρέλι, η χαλιναγώγηση του πληθωρισμού έχει πια αναδειχθεί σε δύσκολο και απρόβλεπτο εγχείρημα.