THEPOWERGAME
Τα πράγματα αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού. Πριν από λίγες εβδομάδες, οι αναλυτές παρέμεναν πεπεισμένοι ότι η παγκόσμια οικονομία προχωρούσε δυναμικά. Τώρα ανησυχούν για βαθιά ύφεση εξαιτίας των επιπτώσεως από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB) και της διάσωσης της Credit Suisse. «Από τη μη προσγείωση στη σκληρή προσγείωση», έγραψε ο Torsten Slok, οικονομολόγος της Apollo Global Management, μιας εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Οι αναλυτές της JPMorgan Chase – καλύτεροι, ελπίζουμε, στα οικονομικά από ό,τι στις μεταφορές, – λένε ότι «η μαλακή προσγείωση μοιάζει πλέον απίθανη, καθώς το αεροπλάνο βρίσκεται σε περιδίνηση (έλλειψη εμπιστοσύνης της αγοράς) και με τις μηχανές έτοιμες να σβήσουν (τραπεζικός δανεισμός)».
Τα στοιχεία πριν από το πρόσφατο τραπεζικό χάος έδειχναν ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξανόταν με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 3% περίπου. Στις πλούσιες χώρες, οι αγορές εργασίας είχαν πάρει φωτιά. Μέχρι στιγμής υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις για κάποια μετατόπιση των δεδομένων «πραγματικού χρόνου» προς την κατεύθυνση της βραδύτερης ανάπτυξης. Ο «δείκτης τρέχουσας δραστηριότητας», όπως αποτυπώνεται από την Goldman Sachs και προέρχεται από μια ποικιλία μετρήσεων υψηλής συχνότητας, φαίνεται σταθερός. Τον Μάρτιο, οι Δείκτες Διευθυντών Αγορών παρουσίασαν ελαφρά βελτίωση. Η UBS παρακολουθεί την παγκόσμια ανάπτυξη του ΑΕΠ όπως αυτή αποτιμάται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές (στις τιμές του πετρελαίου και των κυκλικών μετοχών, για παράδειγμα). Τα δεδομένα, επί του παρόντος, δείχνουν ανάπτυξη 3,4%, έναντι 3,7% πριν από την κατάρρευση της SVB.
Είναι νωρίς ακόμα. Τα προβλήματα μπορεί να βρίσκονται καθ’ οδόν. Και όπως κατέδειξαν οι αναλυτές της JPMorgan με τη μεταφορά τους, οι οικονομολόγοι ανησυχούν για δυο πράγματα. Το πρώτο είναι η αβεβαιότητα. Αν οι άνθρωποι φοβηθούν ότι θα υπάρξει τραπεζική κρίση, με τα οικονομικά προβλήματα που τη συνοδεύουν, ενδέχεται να μειώσουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το δεύτερο αφορά την πίστωση. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, φοβούμενα τις απώλειες, μπορεί να περιορίσουν τον δανεισμό, στερώντας από τις επιχειρήσεις τα αναγκαία κεφάλαια. Όμως, ευτυχώς, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η πρόσφατη τραπεζική αναταραχή θα έχει μικρότερο αντίκτυπο από ό,τι φοβούνται πολλοί.
Ας δούμε πρώτα την αβεβαιότητα. Μια έρευνα που δημοσιεύθηκε από το ΔΝΤ το 2013 διαπιστώνει ότι η αλματώδης αύξηση της αβεβαιότητας – η οποία προκλήθηκε από πράγματα όπως η εισβολή της Αμερικής στο Ιράκ και η κατάρρευση των τραπεζών – μπορεί να μειώσει την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ έως και κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες, κυρίως επειδή οι επιχειρήσεις καθυστερούν τις επενδύσεις. Εάν τελικά συμβεί κάτι τέτοιο, η παγκόσμια ανάπτυξη θα μειωθεί από 3% ίσως στο 2,5%.
Ωστόσο, αν η αναταραχή δεν συνεχιστεί, ο αντίκτυπος είναι απίθανο να είναι τόσο σημαντικός – επειδή, όπως είδαμε, οι καταρρεύσεις των τραπεζών «συγκίνησαν» ελάχιστα στους ανθρώπους. Έρευνα της εταιρείας δημοσκοπήσεων Ipsos διαπίστωσε ότι από τις αρχές έως τα μέσα Μαρτίου η εμπιστοσύνη των Αμερικανών καταναλωτών αυξήθηκε, ακόμα και τη στιγμή που οι νεοφυείς επιχειρήσεις στη Silicon Valley ανησυχούσαν ότι τα χρήματά τους θα εξανεμιζόταν. Ο «δείκτης αβεβαιότητας» που προκύπτει από την ανάλυση των εφημερίδων από τον Nick Bloom του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και τους συναδέλφους του, αυξήθηκε λίγο όταν άρχισε η αναταραχή, αλλά διολισθαίνει και πάλι. Τον Μάρτιο, το γερμανικό επιχειρηματικό κλίμα συνέχισε απροσδόκητα να βελτιώνεται. Οι παγκόσμιες αναζητήσεις στο Google για όρους που σχετίζονται με την «τραπεζική κρίση» σημείωσαν άλμα στις αρχές Μαρτίου, αλλά έχουν κι αυτές μειωθεί. Είναι δύσκολο να πει κανείς γιατί υπάρχει τόση αδιαφορία. Ίσως μετά τα προηγούμενα χρόνια της πανδημίας και του πολέμου, οι καταστροφές στον τραπεζικό κλάδο να μοιάζουν με περίπατο. Ή ίσως οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις θα παρέμβουν για να τους προστατεύσουν.
Πολλοί οικονομολόγοι ανησυχούν περισσότερο για το δεύτερο πρόβλημα: την πίστωση. Εάν οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να βρουν χρηματοδότηση, δεν μπορούν να αναπτυχθούν εύκολα. Στις 22 Μαρτίου ο Jerome Powell, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, αναφέρθηκε στην ύπαρξη «εκτενούς βιβλιογραφίας» όταν ρωτήθηκε για τη σχέση μεταξύ σφιχτών πιστωτικών πολιτικών και οικονομικής δραστηριότητας. Στα χρόνια μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09, οι διαλυμένες πιστωτικές αγορές καθυστέρησαν τόσο τη βραχυπρόθεσμη οικονομική ανάκαμψη όσο και τη μακροπρόθεσμη αύξηση της παραγωγικότητας.
Μετά την κατάρρευση της SVB, οι κεφαλαιαγορές ουσιαστικά πάγωσαν. Από τις 11 έως τις 19 Μαρτίου οι αμερικανικές εταιρείες δεν εξέδωσαν νέα ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας, ενώ τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο εξέδιδαν κατά μέσο όρο 5 δισ. δολάρια ημερησίως. Ως αποτέλεσμα, προκλήθηκε αναστάτωση. Ωστόσο, λιγότεροι παρατήρησαν ότι έκτοτε η αγορά ανέκαμψε. Τις τελευταίες ημέρες η Brown-Forman, η οποία παρασκευάζει μεταξύ άλλων το ουίσκι Jack Daniel’s, και η NiSource, μια μεγάλη εταιρεία κοινής ωφέλειας, άντλησαν μεγάλα χρηματικά ποσά στις αγορές χρέους. Παρόλο που τα spreads των εταιρικών ομολόγων αυξήθηκαν λίγο μετά την κατάρρευση της SVB, τις τελευταίες ημέρες υποχώρησαν. Οι εταιρείες ενδέχεται να απέφυγαν για λίγο να εκδώσουν νέο χρέος για να ελέγξουν ότι το πεδίο είναι ασφαλές. Ο Μάρτιος του 2023 είναι πιθανό να αποδειχθεί αρκετά μέτριος ως προς την έκδοση εταιρικών ομολόγων.
Η ζημία στο τραπεζικό σύστημα θα αποτυπωθεί στην αλυσιδωτή αντίδραση που θα προκαλέσει. Από τις αρχές Μαρτίου οι τιμές των μετοχών των παγκόσμιων τραπεζών έχουν καταρρεύσει κατά ένα έκτο. Ακαδημαϊκά στοιχεία δείχνουν ότι η πτώση των τιμών των μετοχών τείνει να πλήττει την αύξηση των δανείων. Οι τράπεζες ενδέχεται επίσης να περιορίσουν τις χορηγήσεις δανείων εφόσον διαπιστώσουν εκροές καταθέσεων ή χρειαστεί να αντλήσουν κεφάλαια επειδή οι επενδυτές αμφιβάλλουν για την ασφάλειά τους. Απ’ ότι φαίνεται, οι τράπεζες σε όλο τον πλούσιο κόσμο ήδη υιοθετούν μια πιο σφιχτή διαχείριση. Σύμφωνα με ένα νέο έγγραφο της Goldman Sachs, το πλήγμα στον τραπεζικό δανεισμό συνεπάγεται ανάσχεση της ανάπτυξης κατά περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες τόσο στην Αμερική όσο και στη ευρωζώνη. Η αναταραχή μπορεί να έπληξε περισσότερο τις αμερικανικές τράπεζες, αλλά η οικονομία της ευρωζώνης εξαρτάται περισσότερο από τον τραπεζικό δανεισμό. Η μείωσή του θα μπορούσε να μειώσει την παγκόσμια ανάπτυξη ακόμα περισσότερο, από 2,5% σε κάτι περισσότερο κοντά στο 2%.
Αν και η πρόσφατη τραπεζική αναταραχή δεν είναι καθόλου καλή είδηση, είναι απίθανο να οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία στο χείλος του γκρεμού. Είναι αλήθεια ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να επιδεινωθούν περισσότερο. Η ανακάλυψη μιας ακόμα σάπιας τράπεζας θα μπορούσε να προκαλέσει επιδείνωση. Οι τράπεζες θα χρειαστούν χρόνο για να αποκαταστήσουν τους ισολογισμούς τους και να αρχίσουν να δανείζουν. Η αύξηση των επιτοκίων θα συνεχίσει να βάζει «τρικλοποδιές» στην ανάπτυξη έως ότου οι κεντρικοί τραπεζίτες κρίνουν ότι η δουλειά τους έχει τελειώσει.
Υπάρχουν όμως και δυνάμεις που δρουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η μία είναι η ανάκαμψη της Κίνας. Οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα έχει αναπτυχθεί κατά περισσότερο από 7% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Εν τω μεταξύ, τα σημεία συμφόρησης στην εφοδιαστική αλυσίδα έχουν ως επί το πλείστον εξαφανιστεί, ενώ οι τιμές της ενέργειας μειώθηκαν. Αν η ασυνήθιστη ανθεκτικότητα της παγκόσμιας οικονομίας συνεχιστεί, μην εκπλαγείτε.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.