THEPOWERGAME
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γιορτάσει φέτος ένα σημαντικό επίτευγμα: η ενιαία της αγορά γίνεται 30 ετών. Η απρόσκοπτη κυκλοφορία αγαθών, ανθρώπων, υπηρεσιών και χρημάτων εντός των μελών της ομάδας, αλλά και το άνοιγμά της στο εξωτερικό εμπόριο και τις επενδύσεις, έχουν προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες στην ΕΕ. Όμως, μεταξύ των ηγετών των χωρών-μελών που συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες για να μιλήσουν για την ενιαία αγορά το κλίμα ήταν περισσότερο ανήσυχο, παρά πανηγυρικό. Στην ατμόσφαιρα πλανάται ο βασανιστικός φόβος ότι πλέον το οικονομικό μοντέλο της ΕΕ μπορεί να μη λειτουργεί.
Η κλιματική αλλαγή απαιτεί έναν τολμηρό και γρήγορο μετασχηματισμό της οικονομίας. Ο Vladimir Putin εργαλειοποίησε το εμπόριο για γεωπολιτικά οφέλη, τροφοδοτώντας τους φόβους ότι και ο Xi Jinping μπορεί κάποια μέρα να κάνει το ίδιο. Η Αμερική, που κάποτε υπήρξε ο θεματοφύλακας της έννομης τάξης, έγινε ανερυθρίαστα προστατευτική. Οι πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις της, ορισμένες από τις οποίες συνδέονται με το «Made in [North] America», φαίνεται να δελεάζουν ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Volkswagen, να εγκαταστήσουν εργοστάσια μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων στη δυτική πλευρά του Ατλαντικού.
Εν όψει της νέας κατάστασης, οι ηγέτες της Ευρώπης μπαίνουν στον πειρασμό να απαντήσουν με δικές τους επιδοτήσεις και προστατευτισμό. Η ατζέντα της συνάντησης στις Βρυξέλλες περιλαμβάνει μια σειρά προτάσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων για τη στήριξη της «πράσινης» τεχνολογίας και τη διασφάλιση των εφοδιαστικών αλυσίδων. Ωστόσο, πριν ανοίξουν τα πορτοφόλια τους, οι ηγέτες θα πρέπει να θυμούνται τα πλεονεκτήματα της αγοροκεντρικής προσέγγισης της ΕΕ.
Ορισμένες από τις ιδέες της Επιτροπής, όπως η παρότρυνση των κυβερνήσεων να επιταχύνουν την έκδοση αδειών και να επενδύσουν σε δεξιότητες, είναι λογικές. Άλλες αντιπροσωπεύουν μια ανησυχητική αλλαγή. Ανατρέχοντας στη βιομηχανική πολιτική της δεκαετίας του 1970, η Επιτροπή ευνοεί τώρα στόχους εγχώριας παραγωγής για σημαντικά πράγματα, όπως οι αντλίες θερμότητας και η εξόρυξη και διύλιση πρώτων υλών όπως το λίθιο.
Επί δεκαετίες, η Επιτροπή περιόριζε αυστηρά τη χρήση των «κρατικών ενισχύσεων» από τα μέλη της που ήθελαν να παρέμβουν στον ανταγωνισμό προς όφελος των εγχώριων επιχειρήσεων. Τώρα οι κανόνες αυτοί έχουν χαλαρώσει, με στόχο να επιτρέψει στα μέλη της να επιδοτούν πιο ελεύθερα τις «πράσινες» επιχειρήσεις και, εντός ορίων, να προσφέρουν κίνητρα αντίστοιχα με άλλες χώρες για να προσελκύσουν επενδύσεις στην Ευρώπη.
Η τιμή του διοξειδίου του άνθρακα κερδίζει τις επιδοτήσεις
Τέτοιες πολιτικές κινδυνεύουν να σπαταλήσουν δημόσιο χρήμα χωρίς αποτέλεσμα. Για αρχή, η αγοροκεντρική προσέγγιση της ΕΕ για την κλιματική αλλαγή, που βασίζεται στην τιμή του διοξειδίου του άνθρακα, θα κάνει τη μετάβαση πολύ φθηνότερη απ’ ό,τι στην Αμερική, η οποία βασίζεται στις επιδοτήσεις. Ένας εμπειρικός κανόνας υποδεικνύει ότι η χρήση επιδοτήσεων μόνο θα μπορούσε να καταστήσει την «πράσινη» μετάβαση τριπλάσια δαπανηρή σε σχέση με μια καθαρή προσέγγιση της τιμής του άνθρακα.
Η Ευρώπη ανησυχεί ότι η αμερικανική γενναιοδωρία μπορεί να προκαλέσει τη φυγή εγχώριων θέσεων εργασίας και βιομηχανιών προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πράγματι, οι επιδοτήσεις μπορεί να ενθαρρύνουν ορισμένες επιχειρήσεις να προωθήσουν κάποιες επενδύσεις στην Αμερική, αλλά αυτό είναι ευλογία για την Ευρώπη, όχι απειλή. Η Ευρώπη έχει μια μεγάλη και καλά ριζωμένη «πράσινη» βιομηχανία. Οι εταιρείες μπαταριών και οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα ήταν ανόητο να εγκαταλείψουν μια τόσο μεγάλη αγορά όπως η ΕΕ. Αν η Αμερική επιταχύνει την «πράσινη» μετάβαση, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οι πελάτες θα επωφεληθούν από φθηνότερη τεχνολογία και μεγαλύτερη επιλογή προμηθευτών.
Η κούρσα των επιδοτήσεων, λοιπόν, θα ήταν τρομερά δαπανηρή. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα ένας ρόλος που μπορούν να παίξουν οι δημόσιες δαπάνες που γίνονται με σύνεση. Οι κυβερνήσεις μπορούν να βοηθήσουν ώστε η «πράσινη» τεχνολογία να έχει καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και μπορούν να αναλάβουν μέρος των κινδύνων των επενδύσεων στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Οι δημόσιες υποδομές, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, θα πρέπει να αναβαθμιστούν και τα φτωχά νοικοκυριά να λάβουν επιδοτήσεις για να κάνουν τα σπίτια τους πιο φιλικά προς το περιβάλλον. Χάρη εν μέρει στο ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, πολλά από τα χρήματα για να γίνουν όλα αυτά υπάρχουν ήδη.
Η αντιμετώπιση των οικονομικών και πολιτικών απειλών που θέτει η Κίνα είναι πολύ πιο δύσκολη. Σε αντίθεση με την Αμερική, τα μέλη της ΕΕ δεν έχουν κοινή προσέγγιση για το ποιος πρέπει να είναι ο στόχος. Η κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας είναι διχασμένη ως προς το θέμα. Προς το παρόν, η διαφοροποίηση των προμηθειών ζωτικών αγαθών και πρώτων υλών, όπως προτείνει η Επιτροπή, είναι μια καλή αρχή. Ωστόσο, αντί να θέτει εγχώριους στόχους, το καλύτερο στοίχημα είναι να συνεχίσει να προάγει την εξωστρέφεια και να αναπτύσσει βαθύτερους οικονομικούς δεσμούς με άλλες χώρες.
Στριμωγμένη ανάμεσα σε μια δυναμική Κίνα και μια προστατευτική Αμερική, η ΕΕ δικαίως επανεξετάζει την οικονομική της στρατηγική. Αντί, όμως, να αντιγράφει τον προστατευτισμό και την ανάμειξη άλλων κυβερνήσεων, θα πρέπει να αξιοποιήσει τα δυνατά της σημεία: την ελεύθερη εσωτερική αγορά, τα όρια στις κρατικές επιδοτήσεις και μια δυναμική εμπορική πολιτική.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.